ΉΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΣΚΟΠΕΛΟΥ. Αρραβώνες - Γάμος - Βάπτιση

              1.         Ήθη και έθιμα της Σκοπέλου

Τα αρραβωνιάσματα κι ο γάμος τα παλιά χρόνια στη Σκόπελο.

   Αξίζει τον κόπο να περιγράψουμε τα πατροπαράδοτα έθιμα με τα οποία γίνονταν οι αρραβώνες και ο γάμος τα παλιά και ωραία χρόνια στη Σκόπελο.
   Μπαίνοντας λοιπόν στο θέμα, βλέπουμε πως τα παλιά χρόνια στη Σκόπελο, όταν μέστωναν οι γιοί και οι θυγατέρες των Σκοπελιτών και άρχιζαν της ηλικίας οι λαχτάρες και οι ανησυχίες, κρυφές και φανερές, άρχιζαν ταυτόχρονα και των γονιών οι ανησυχίες, όπως παντού συμβαίνει, για μια καλή αποκατάσταση των νέων που θα πρέπει να γίνει τίμια και νοικοκυρεμένα με τη συγκατάθεση των τελευταίων πάντα και με την ευλογία τους. Έτσι και τούτοι δεν έλεγαν το «ναι», τίποτε δεν γινόταν. Ακόμα και αν πλήγωνε ο φτερωτός καμιά φορά με τις σαΐτες του, τις καρδιές των νέων που τύχαινε να ανταλλάξουν μια – δυο ματιές κρυφές στα πεταχτά το Πάσχα ή σε γάμους και πανηγύρια. Οι γονείς είχαν το βέτο. Οι ερωτευμένοι αδυνατούσαν να σπάσουν τις αλυσίδες μόνοι τους και να ενωθούν αδιαφορώντας για τα χάχανα και τα κουτσομπολιά του κόσμου, γιατί …αμαρτία ο έρωτας… και οι κύρηδες σκληροί. Βέβαια υπήρχαν και εξαιρέσεις , που οι γονείς συμμερίζονταν σε κάποιες παρόμοιες περιπτώσεις και έδιναν την ευχή τους εύκολα και πρόσχαρα. Μα έτσι και αλλιώς σαϊτεμένοι ή μη, οι νέοι και οι νέες για φτάσουν στον χορό του Ησαΐα, έπρεπε να μεσολαβήσει ο προξενητής ή προξενήτρα. Τεχνίτες ή τεχνίτριες πια του λόγου τους στα προξενιά, έβαζαν τη μαγική τους τέχνη  και έφτιαχναν δουλειές.
  Συνήθως οι προξενήτρες στέλνονταν από το μέρος της νύφης. Το αδύνατο μέρος βλέπετε. Καμιά φορά όμως στέλνονταν και το μέρος του γαμπρού, σαν τύχαινε να έχει βαριά λαβωματιά και δεν άντεχε το βάρος του πόθου. Τα σούρτα – φέρτα των προξενητάδων, γίνονταν πάντα  μυστικά, για να μην χαλάσει το προξενιό. Γιατί σαν αποτύχαινε το προξενιό κάποιος από τους δύο θα πλήρωνε ακριβά.


  Σαν όμως στέριωνε η δουλειά και πήγαιναν όλα καλά και έδιναν την ευχή τους και οι μέλλοντες συμπέθεροι, τότε από τη μεριά της νύφης συντασσόταν το «μπολέτι», το προικοσύμφωνο δηλαδή, όπου καταγράφονταν όλα τα όσα θα έπαιρνε για προίκα της η νύφη.
  Πρώτα από όλα σπίτι, κτήματα, μετρητά, ρουχισμό αλλά και άλλα ασήμαντα πράγματα. Αν ο γαμπρός ήταν λαβωμένος, δεν έφερνε αντίρρηση, του έφτανε η «νύφη και μια καλύβα». Αν όμως όχι όλο και κάτι αποζητούσε και ο γαμπρός για να προστεθεί και αυτό στο «μπολέτι». Και έτσι με το καλό σαν τελείωνε και αυτό, οι συμπέθεροι από κοινού, όριζαν την ώρα και τη μέρα που θα γίνονταν τα «μπατίκια».
 Τα μπατίκια ήταν η επίσκεψη που έκαναν οι γονείς και οι πιο στενοί συγγενείς της νύφης,  πρώτα στο σπίτι του γαμπρού και ύστερα γινόταν η ανταπόδοση της επίσκεψης από το μέρος του γαμπρού στο σπίτι της νύφης. Τα μπατίκια γίνονταν πάντα νύχτα για το επισημότερο. Οι συγγενείς της νύφης ντυμένοι τα καλά τους, οι κυρές με τις άσπρες βόλτες και τα τσάτσαρα, τις χρωματιστές κορδέλες μπρός στο στήθος, τους μπονέδες στο κεφάλι και με χρυσοκέντητες παντόφλες, φορτωμένες χρυσαφικά και ασημικά στολίδια. Είχαν τους άντρες πλάι τους, πορεύονταν στα πολυδαίδαλα στενορύμια της Σκοπέλου, τα ασπρισμένα και φρεσκοπλυμένα πάντα, με επισημότητα, κρατώντας πολύχρωμα φανάρια, ώσπου να φτάσουν στου γαμπρού το σπίτι. Και έδειχνε η μικρή πομπή, φαντασμαγορική, υπέροχη και γεμάτη μυστήριο. Εκεί φτάνοντας του υποδέχονταν χαρούμενοι ο γαμπρός και οι συγγενείς του. Σε λίγο όταν σταματούσε η χαρούμενη βοή και τα καλωσορίσματα, ο πατέρας της νύφης, τυπικά, ζητούσε από τον πατέρα του γαμπρού την άδεια να κάνει και αυτός το γιό του , δικό του γιό. Και αφού πάλι τυπικά δινόταν η συγκατάθεση του πατέρα του γαμπρού, οι γονείς της νύφης αγκαλιάζονταν και φιλούσαν τον γαμπρό και αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους, «οι ώρες οι καλές», προπίνοντας στην υγεία των μελλόνυμφων και τρώγοντας όμορφα αμυγδαλωτά γλυκά, τα φημισμένα σκοπελίτικα χαμαλιά, που έφερναν σα δώρο οι συγγενείς της νύφης στο γαμπρό μέσα σε μεγάλους, στολισμένους δίσκους.
 Η επίσκεψη των συγγενών της νύφης στο γαμπρό είχε οπωσδήποτε την έννοια της τιμητικής πρόσκλησης του γαμπρού να επισκεφτεί τη νύφη στο σπίτι της, η επίσκεψη στο σπίτι της νύφης από τον γαμπρό ήταν και τα πραγματικά «μπατίκια».
 Σαν τελείωναν τα τυπικά με την επίσκεψη στο σπίτι του γαμπρού, όλοι οι συγγενείς και από τις δύο πλευρές, σχημάτιζαν τώρα μια μεγαλύτερη πομπή, πάλι με μεγάλα πολύχρωμα φανάρια στολισμένα με χάρτινες πολύχρωμες γιρλάντες και ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης.  
  Μπροστά από την πομπή προχωρούσαν κουβαλώντας μέσα σε μεγάλους δίσκους του γαμπρού τα «χαμαλιά», αγόρια πάντα που είχαν τους γονείς τους. Έπειτα ακολουθούσε ο γαμπρός και όλοι οι συγγενείς. Μόλις το συμπεθεριό έφτανε στο σπίτι της νύφης, πρώτος έμπαινε ο γαμπρός με το δεξί του πόδι και τον υποδεχόταν η νύφη ντυμένη με την άσπρη βόλτα με τα τσάτσαρα και την κολαϊνα και τον μπονέ και τον αέρα, ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι με πολύχρωμες μεταξωτές κορδέλες το κεφάλι και άλλα μπιχλιμπίδια πλήθος για να ξεχωρίζει από τις φιλενάδες της και μη χτυπήσει λάθος πόρτα ο γαμπρός από τη μεγάλη του λαχτάρα. Η νύφη οδηγούσε τον  γαμπρό στον καλύτερο καναπέ του σπιτιού όπου πλάι τους καθόταν ο παππάς του χωριού, που ποτέ δεν έλειπε από τέτοιες τελετές.
Ύστερα κάθονταν όλοι οι προσκεκλημένοι συγγενείς και κατα προτίμηση πρώτα
του γαμπρού και μετά της νύφης. Σαν όλοι βολεύονταν και σταματούσε η χαρούμενη βοή μέσα στο σπίτι, άρχιζε η τελετή των αρραβώνων. Σηκώνονταν οι μελλόγαμοι και με τη συνοδεία του παππά, πήγαιναν στο εικονοστάσι, έκαναν το σταυρό τους, προσκυνούσαν και γεμάτοι συγκίνηση ασπάζονταν με ευλάβεια τις εικόνες. Συνέχεια με όλο το απαιτούμενο σέβας, οι μελλόνυμφοι έκαναν από μια μετάνοια στους γονείς πρώτα του γαμπρού και ύστερα της νύφης. Και ενώ όλα τούτα γίνονταν και οι γονείς ασπάζονταν κατασυγκινημένοι τα παιδιά τους, ο παππάς διάβαζε τις τυπικές ευχές,  τους ευλογούσε και άλλαζε τα δαχτυλίδια τους.
 Έτσι ενώπιον Θεού και ανθρώπων, δινόταν η υπόσχεση να φτάσουν οι μελλόνυμφοι στο χορό του Ησαΐα τίμια και δοξασμένα. Πάνω που άλλαζε ο παππάς τα δαχτυλίδια, ξεσπούσε η τρανή χαρά και οι ευχές των συμπεθέρων. Μέσα σε τούτη τη χαρά ο γαμπρός και οι γονείς του προσφέρανε δώρα πολύτιμα στη νύφη τζοβαϊρικά πολλά, από μάλαμα, διαμαντικά και ασήμι ανάλογα πάντα με το έχει τους. Δώρα πρόσφεραν οι γονείς και οι συγγενείς της νύφης στο γαμπρό και σε όλους τους συμπεθέρους μέσα σε όμορφα κροσσωτά μεταξωτά μαντήλια. Σαν τελείωνε με το καλό τούτη η χαρούμενη ανταλλαγή των δώρων πρόπιναν και έτρωγαν «χαμαλιά», ευχόμενοι ολόθερμα το «οι ώρες οι καλές και γρήγορα στέφανα» και τελείωνε έτσι η τελετή των αρραβώνων.
 Οι εκδηλώσεις όμως και οι χαρές των συμπεθέρων δεν σταματούσαν ως εδώ. Ύστερα από οχτώ μέρες οι γονείς της νύφης προσκαλούσαν σε συμπόσιο το γαμπρό και τους στενούς συγγενείς. Το ίδιο έκανε με τη σειρά του και ο γαμπρός και πήγαινε καπνός το γλέντι και άναβε η χαρά, οι ευχές και το τραγούδι, ολόθερμο για τους μελλόγαμους. Ο γαμπρός είχε το δικαίωμα μόνο κάθε Κυριακή να πάει στη νύφη να τη δει, και αν ήταν εύκολο , κλεφτά να τη φιλήσει. Και πώς να περάσουν τόσες μέρες!!! Τι ντέρτι και τι καημός!! Οι δύο τους το ήξεραν. Μα ανάρια – ανάρια το φιλί για να έχει νοστιμάδα, πίστευαν οι παλιοί μας πρόγονοι. Κάτι  ήξεραν και τούτοι. Η αλήθεια λίγο σκληρή………αλλοτινοί καιροί, βλέπετε και διαφέρουμε πολύ.
Και τώρα ο γάμος..
Μεγάλος σταθμός στη ζωή του ανθρώπου ο γάμος αλλά και χαρά, μεγάλη η χαρά του γάμου και μάλιστα εκείνα τα χρόνια τα παλιά,  που στο πιστεύω των ανθρώπων στο θεσμό του γάμου ήταν πιο αυστηρό και ακλόνητο, από ότι είναι σήμερα στη δική μας εποχή. Έτσι και έφτανε η ώρα η καλή και η ευλογημένη, η καλοπρόσδεκτη χαρά, όλο το συγγενολόι των μελλόνυμφων βρισκόταν σε μια χαρούμενη αναστάτωση.
 Μια εβδομάδα πριν το γάμο, ο γαμπρός που ήταν έθιμο να εγκαταλείπει το σπίτι του το πατρικό και να πηγαίνει στης νύφης το σπίτι, που προοριζόταν να στηθεί το νοικοκυριό, έπρεπε να είναι έτοιμος για μετακόμιση. Έτσι λοιπόν την Τετάρτη προ του γάμου, άρχιζε και από Θεού μάλιστα, τη μετακόμιση του. Έστελνε πρώτα και κύρια στο σπίτι της νύφης μια εικόνα αγίου και αν ήταν δυνατό με δικό του όνομα. Γιώργος ο γαμπρός? Αι-Γιώργης καβαλάρης και το όνομα του Αγίου. Έτσι θα γώνιαζε στο σπίτι η ευχή και η ευλογία του αγίου για μια προκοπή και υγεία των μελλόνυμφων. Η εικόνα συνοδευόταν πάντα με σκοπελίτικα αμυγδαλωτά γλυκά, για να γλυκάνει η νύφη, να τον καλοδεχτεί στο σπίτι σαν σύντροφο της ζωής της  και αφέντη της στη συνέχεια. Συνέχει την ίδια ή την άλλη μέρα ο γαμπρός για να δείξει φαίνεται , τι άλλο πως θα είναι άξιος και καλός κουβαλητής, έστελνε τρόφιμα και διάφορα στο σπίτι της νύφης. Λάδια, κρασιά, τυριά και τραχανάδες ή ότι καλύτερο είχε στο πατρικό του. Ακόμα και φορτώματα καψόξυλα για το χειμώνα.
 Την Παρασκευή επίσης, πολλά σούρτα – φέρτα είχαν οι μελλόνυμφοι. Ο γαμπρός έστελνε ένα σακί καθαρό αλεύρι για να γίνουν με τούτο τα αναπιάσματα που θα δούμε παρακάτω, στο σπίτι της νύφης. Έστελνε ακόμα τον ατομικό του ρουχισμό και τα γαμπριάτικα του και το σπουδαιότερο, την ίδια μέρα έστηνε και ο ίδιος το κονάκι του στο σπίτι της νύφης και καλορίζωνε εκεί, ρίχνοντας άγκυρα παντοτινή. Μα όλα και όλα «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» λέει η παροιμία.  Για να έχουν τίμιες δουλειές και καλοσιγουρέματα,  ο γαμπρός και οι γονείς της νύφης τραβούσαν γραμμή στο συμβολαιογραφείο, να συντάξουν και να υπογράψουν το προικοσύμφωνο στο οποίο αναγράφονταν όλα τα είδη της προίκας, με το «μπολέτι», που έλεγαν.
 Αλλά και η νύφη αυτή τη μέρα δεν καθόταν άπραγη. Έβαζε τα καλά της και
πήγαινε στο σπίτι της νονάς της. Της έκανε μετάνοιες και της φιλούσε ευλαβικά το χέρι και έπαιρνε την ευχή της. Η νονά από το μέρος της είχε και αυτή μια υποχρέωση στην αναδεξιμιά της. Τη φίλευε τζοβαϊρικό αξίας και συνήθως χρυσαφένιο δαχτυλίδι με πολύτιμο πετράδι.
 Σαν όλα τούτα τέλειωναν, ο γαμπρός με τους συγγενείς δικούς του και της νύφης προσκαλούσαν όλους τους συγγενείς και φίλους στο γάμο που θα γινόταν το απόγευμα της Κυριακής και στα αναπιάσματα που θα γινόταν το βράδυ της Παρασκευής. Έτσι λοιπόν κυψέλη σε αναταραχή το σπίτι της νύφης. Όλοι με γέλια και χαρές παρακολουθούσαν την όμορφη τούτη τελετή.
 Μια δύο γυναίκες τοποθετούσαν πάνω σε τραπέζι στη μέση του οντά μια λεκάνη με προζύμι. Έπειτα έριχναν αλεύρι από του γαμπρού το άλεσμα και δύο τρία αγόρια του γαμπρού και της νύφης, έριχναν ζεστό νερό μες στη λεκάνη και οι γυναίκες ζύμωναν το προζύμι με αλεύρι. Από τη ζύμη αυτή θα έπλαθαν το πρωί την άλλη μέρα τα πρόσφορα για την εκκλησία, όπως θα δούμε.
  Την ώρα που γίνονταν τα αναπιάσματα, πολλοί από τους συγγενείς έπαιρναν αλεύρι από τη λεκάνη και πασπάλιζαν του γαμπρού τα ρούχα και της νύφης, ευχόμενοι στους μελλόνυμφους «οι ώρες οι καλές, καλά στέφανα, να ασπρίσετε, να γεράσετε σαν τον γέρο Έλυμπο».
 Και ενώ λεγόταν οι καρδιακές ευχές, του γαμπρού οι γονείς και οι γονείς της νύφης και από κοντά άλλοι συγγενείς, έραιναν με χρήματα τα αναπιάσματα και τελείωνε έτσι η τελετή σε ένα ξεφάντωμα χαράς με ευχές και φιλιά. Ύστερα ταχιά – ταχιά το Σάββατο, τη ζύμη που ζύμωναν την Παρασκευή από βραδίς, έπλαθαν και έψηναν τρία μεγάλα πρόσφορα, τις λειτουργίες, που λένε και έστελναν από ένα σε τρεις διαφορετικές εκκλησίες. Οι παππάδες στην εκκλήσια τους ο καθένας, ξεφώνιζαν τα ονόματα των μελλόνυμφων το Σάββατο το βράδυ και την Κυριακή πρωί στη λειτουργία. Το Σάββατο πάλι το πρωί ο γαμπρός ειδοποιούσε κε έφερναν στο σπίτι της νύφης τα παραγγελμένα από τον ίδιο διαλεχτά σφαχτάρια και μπόλικα πολυχρονίτικα κρασιά, ξανθρά και κοκκινέλια, τρανής χαράς προμήνυμα και φαγοποσίας. Τέλος το βράδυ του Σαββάτου στο σπίτι της νύφης, έρχονταν οι λαλητάδες με τα όργανα βιολιά, λαούτα και κλαρίνα και άρχιζαν να παίζουνε τραγούδια του χορού. Η νύφη, που θα έπρεπε να ξέρει καλά να χορεύει, έκανε τότε πρόβες με τις φιλενάδες της και κόντρα πρόβες στο χορό για να είναι πια πανέτοιμη να τη θαυμάσει ο κόσμος και να τη χαρεί πρώτα από όλους ο γαμπρός  στου γάμου τους τη μέρα. Σαν τέλειωναν με το καλό και οι πρόβες, οι λαλητάδες κρέμαγαν τα λαλούμενα στης νύφης τον οντά, για να έρθουνε ξανά την Κυριακή για τη μεγάλη χαρά πιο κεφάτοι.
  Σαν ξημέρωνε λοιπόν η Κυριακή, όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη τη χαρά, τη στέψη. Η στέψη πάντα γινόταν το απόγευμα στην εκκλησία.
  Ο γαμπρός και η νύφη μια δυο ώρες πριν τη στέψη, άρχιζαν να ετοιμάζονται για το χορό του Ησαϊα, που τόσο είχαν κοπιάσει να φτάσουν. Ο γαμπρός εύκολα βολευόταν. Μόλις τον μπαρμπέριζε ο μπαρμπέρης και τον μύρωνε με ανθοσταμο και του σιδέρωνε το αρειμάνιο του μουστάκι με μαντέκα και καραμπογιά, ως το καλούσε η ώρα, φόραγε το καλό του κουστούμι και πολύ παλιότερα τη μαύρη βράκα του, το χιονάτο ολοβρόχινο φαρδομάνικο πουκάμισο που ύφαιναν τα χρόνια εκείνα στο νησί, το μαύρο ή μπλε βελούδινο σταυρωτό γελέκι του , το γαϊτανοκεντημένο, τις μάλλινες άσπρες κάλτσες του, ψηλές ως κάτω από το γόνατο, έβαζε τα μαύρα του στιβάλια τα ολοκαίνουρια, έζωνε τη μέση του καλά με κόκκινο ζωνάρι, υφαντό, κροσάτο για να νιώθει δυνατός και στέριος άντρας καθώς έπρεπε, κοτσάριζε στραβά και την κόκκινη σπαστή φεσάρα του με τη φουντίσια και έτοιμος, ασίκης πια, καμάρωνε και καρτερούσε την καλή του να στολιστεί.
   Η νύφη όμως πολλά είχε να υποφέρει με το στόλισμα. Νωρίς το απόγευμα και αυτή, σαν έπαιρνε το λουτρό της με μόσκο και ροδόσταμο, την παραλάβαιναν οι φιλενάδες της με δυο τρεις , ειδικές στο ντύσιμο γυναίκες να τη στολίσουν. Τεχνίτριες πια του λόγου της σε τούτα.
  Το τι φορούσε η νύφη……λίγη υπομονή και αναπνοή βαθιά. Ούτε λίγα , ούτε πολλά. Έξι άσπρα κουλουβόλια, στη σειρά, φουστάνια δηλαδή και όλα με πανωκόρμι. Το πρώτο ήταν ένα λεπτό ολοβρόχινο σωφόρι με μακριά φαρδιά μανίκια, ένα κομπινεζόν να πούμε αραχνοϋφαντο, ασήμαντο σε μπούγιο, ντόπιας παραγωγής. Οι άκρες των μανικιών του ήταν κεντημένες με χρυσές ταντέλες και με μαργαρίτες και άλλα ξόμπλια όμορφα. Πάνω από το σωφόρι, φορούσε το δεύτερο φουστάνι της, το «μαλακοφ» που λένε. Το μαλακόφ, κάτω στον ποδόγυρο έφερνε ραμμένο γύρω – γύρω ένα στεφάνι από ατσαλόσυρμα που έχει διάμετρο γύρω στους εβδομήντα πόντους, για να φουντώνουν γύρω της τα φουστάνια τα άλλα και το νυφικό της για να βαδίζει καλύτερα. Πάνω από το μαλακόφ, φορούσε το τρίτο της κουλουβόλι, εξίσου σεβαστό σε όγκο με το δεύτερο. Τα δύο μαζί είχαν ως τριάντα πήχες ύφασμα. Όμως σαν να μην έφτανε το ζαλίκι τούτο, της φόρτωναν και άλλο τόσο. Τρία κουλουβόλια, ακόμα πάνω απανωτά, με είκοσι πήχες ύφασμα επιπλέον.
  Κάστρο η νύφη απόρθητο. Μα ακόμα δεν τελειώσαμε. Πάνω από όλα τούτα φορούσε πια το μαύρο , ατλαζένιο νυφικό της, το έβδομο στη σειρά φουστάνι το «Μόρκο» με τις φαρδιές μπρετέλες (ανωμίτες), που κούμπωναν στους ώμους. Το μόρκο με τους πολλούς πλισέδες που αρχίζουν από τη μασκάλης ως κάτω και με τα χίλια μύρια ξόμπλια του, τα χρυσάφια τα μεταξένια, ολόγυρα, λίγο πιο κάτω από τη μέση, που μοιάζουν λες του νησιού τη μαγεμένη άνοιξη με τα άλικα γαρίφαλα, τις ανεμώνες και τα γιασεμιά, ήταν βαρύ φουστάνι μα και βαρύτιμο πολύ. Είναι αλήθεια πως οι ώμοι της νύφης κόβονται. Τι βάρος. Τα γόνατα της λύγιζαν. Και αν ήταν καλοκαίρι, ασφυξία…όμως η νύφη άντεχε και το κουράγιο δεν απόλειπε. Για τέτοια χαρά, το τι δεν θα έδινε κανείς. Χαλάλι η κούραση και το φορτίο που σηκώνει.
 Και προχωράμε και πάλι δεν τελειώσαμε. Πάνω από το μόρκο, φορούσε ένα είδος κοντογιλέκου με τα μανίκια του κλειστά στην άκρη από γκρενά βελούδο, χρυσοκέντητα το «μπαμπουκλί». Τα μανίκια του από μέσα ήταν ντυμένα μ’ ένα στρώμα από μπαμπάκι για να φαντάζει η νύφη ότι έχει μπράτσα αφράτα και χοντρά. Γούστα ίσως εκείνου του καιρού. Μάλλον όμως λόγοι συμμετρίας το επέβαλλαν. Από τη μέση και κάτω η νύφη φρεγάτα αρματωμένη, ετοιμοτάξιδη να τη δεις, και πάνω χέρια τσάκνα.
  Άσχημο και αταίριαστο. Παχιά λοιπόν και αφράτα μπράτσα, έστω και μπαμπακένια. Τέλος στα χέρια φορούσε άσπρα γάντια δίχως δάχτυλα και δαχτυλίδια διαμαντένια. Έτσι με τούτα τα στολίδια και με το «μπαμπουκλί», τα χρυσοκέντητα μανίκια και τις δαντέλες του πουκαμίσου, το άκρο χέρι, ως έπεφτε πάνω στου νυφικού το μαύρο φόντο, έδειχνε φανταχτερό και γραφικό. Μα και τα πόδια της νύφης όμορφα στολίζονταν. Της φορούσαν άσπρες κάλτσες πλεκτές και χρυσοκέντητες παντόφλες και όπως περπατούσε η νύφη, ανασηκώνοντας το μόρκο πότε – πότε τόνιζαν μια άλλη ταιριαστή ομορφιά στο σύνολο.
 Όμως η καλύτερη τεχνίτρια, την τέχνη της, την έβαζε στο στόλισμα του κεφαλιού της νύφης. Εκεί ήταν το δύσκολο. Έπρεπε όμως και η νύφη να προετοιμαστεί γι’ αυτό. Τις παραμονές του γάμου έβαφε με χόχλο τα μαλλιά της μαύρα, κορακίσια, ως και τα φρύδια της ακόμα, για να φαντάζει όμορφη, μαυροφρυδούσα Παναγιά σαν έμπαινε στο στεφάνι.
 Αυτά λοιπόν τα κορακίσια μαλλιά τα πλέκανε μικρά, λεπτούλια κοτσιδάκια και τα έδεναν με τον «μπονέ». Ο μπονές ήταν μαύρες κλωστές στριμμένες και πλεγμένες κοτσιδάκια, που δύσκολα ξεχώριζαν με εκείνα των μαλλιών. Πάνω από τον μπονέ καρφίτσωναν τα «τσατσάκια», κοτσιδάκια και τούτα δηλαδή  από χρυσόνημα πλεγμένα. Και πάνω απ’ όλα έριχναν τον «αέρα», ένα μικρό ολόλευκο μεταξωτό μαντήλι αεράτο. Όλα τα παραπάνω τα έδεναν στο κεφάλι με μια μαύρη βελουδένια κορδελίτσα, το «καπιτσέλι», περνώντας την κάτω από το σαγόνι. Έτσι και οι μπονέδες στεριώνονταν καλά μα και το πρόσωπο της νύφης έπαιρνε μια στρογγυλάδα και η νύφη φάνταζε φεγγάροπρόσωπη και ωραία. Τέλος μπροστά στο στήθος της κρεμούσαν μια ροζ πλατιά μεταξωτή κορδέλα , το «τσάτσαρο» και η νύφη έτοιμη για το γαμπρό.
  Την έβλεπε τώρα ο γαμπρός και ο νους του σάλευε, η τεχνίτρια καμάρωνε την τέχνη της, και οι φιλενάδες κρυφοδαγκάνονταν και ζήλευαν την ομορφάδα της, έτσι όπως την έβλεπαν στα χρυσά, ντυμένη νυφούλα, κυρά και αρχόντισσα. Ώρα όμως οι λαλητάδες, άρχιζαν του γάμου τα τραγούδια. Φούντωνε ο γαμπρός και η νύφη από γλυκιά συγκίνηση, γοργοχτυπούσαν οι καρδιές τους.
  Ο γαμπρός ακράταγος τώρα, έπαιρνε συγγενείς και λαλητάδες και πήγαινε να καλέσει τον κουμπάρο. Εκείνος περίμενε. Είχε ετοιμάσει όλα τα καθέκαστα, τα στέφανα, τις λαμπάδες, το ασημοπότηρο για τη μετάληψη, το ασημένιο τάσι με το καρυδόμελο, το ρύζι, τα κουφέτα και τα κάνιστρα γεμάτα γιασεμιά, λεμονανθούς και ροδοπέταλα να ραίνουν τους νεόνυμφους την ώρα του Ησαία.
 Σαν έφτανε ο γαμπρός με τα λαλούμενα στο σπίτι του κουμπάρου και γίνονταν τα τυπικά της πρόσκλησης, επέστρεφαν όλοι μαζί στης νύφης το σπίτι και από εκεί νύφη, κουμπάρος, γαμπρός και όλων τα σόγια, συγκινημένοι και χαρούμενοι τραβούσαν γραμμή στην εκκλησία για να γίνει η στέψη. Οι λαλητάδες ώσπου να παν στην εκκλησιά δίναν και έπαιρναν παίζοντας γλυκά του γάμου τραγούδια.
 Τη νύφη σε τούτη τη χαρούμενη πομπή τη συνόδευε πάντα αρσενικός, πατέρας ή αδερφός και την παρέδινε στα χέρια του γαμπρού, νυφούλα, αγνή κυρά και τιμημένη. Όταν τελείωνε με το καλό το βλόγημα, όπως λέγαν το μυστήριο του γάμου, χόρευαν τα νιόγαμπρα τον χορό του Ησαϊα, έβγαιναν στης εκκλησίας την αυλή και έστηναν το χορό. Κοσμοϊστορικό γεγονός για το νησί ο γάμος, συμμετείχαν όλοι στην τρανή χαρά. Καλεσμένοι και μη μαζεύονταν στην εκκλησία, παρακολουθούσαν τη στέψη και ύστερα καμάρωναν νύφη και γαμπρό, που έσερναν γεμάτοι κέφι και χαρά νησιώτικους, συρτούς χορούς με λεβεντιά και χάρη.
 Αργότερα όμως το έθιμο τούτο εγκαταλείφθηκε σιγά – σιγά και το μεγάλο γλέντι γινόταν στο σπίτι της νύφης. Εκεί η νύφη έβγαζε το μόρκο, το βαρύ ολοκέντητο φουστάνι της έμενα με ένα κατάλευκο φουστάνι. Το ίδιο έκαναν και όλες οι καλεσμένες νύφες εκείνης της χρονιάς. Η νύφη όμως έπρεπε να διακρίνεται από τις άλλες νύφες τις παλιότερες γι’ αυτό πάνω στο στήθος της έφερνε καμαρωτή, αργυρά τσαπράζια με ρουμπίνια ή θαλασσιά πετράδια. Έτσι ξεχώριζε από μακριά μέσα στις άλλες νεόνυμφες και ο γαμπρός πάνω στη γλυκιά του μέθη και παραζάλη της χαράς, δεν κινδύνευε καθόλου να αλληθωρίσει.  Τα αργυρά τσαπράζια που άστραφταν πάνω στο στήθος της νύφης, τον έκαναν πολύ προσεκτικό.
 Στο σπίτι της νύφης, πριν αρχίσει ο χορός, άρχιζε το φαγοπότι. Στώνονταν τραπέζια στους οντάδες του σπιτιού και όπου γωνιά απλόχωρη και στην αυλή ακόμα με καλό καιρό. Και πάνω στα τραπέζια τις θες και δεν απίθωνε ο γαμπρός. Τι ψητά λογιών, λογιών και λιχουδιές ένα σωρό και τι κρασιά γλυκόπιοτα, πολυχρονίτικα, ξανθά και ρουμπινένια και άναβε η χαρά και φούντωνε και ο γαμπρός καμάρωνε.
 Πάνω στο καλό ξεφάντωμα και στο μεγάλο κέφι, άρχιζαν οι προπόσεις με παινέματα και ευχές για τη νύφη, το γαμπρό και τον κουμπάρο. Όταν τελείωνε το τραπέζι και οι προπόσεις, άρχιζε ο χορός. Όλοι οι αρσενικοί και πρώτος ο γαμπρός και ο κουμπάρος χόρευαν τη νύφη και έραιναν τους λαλητάδες με κέρματα ή χαρτονομίσματα, που τα κολλούσαν στο μέτωπο των λαλητάδων. Κατά τον ίδιο τρόπο χόρευαν ύστερα και την κουμπάρα και κοντά τα χαράματα ξεκινούσαν για το σπίτι  του κουμπάρου, κάνοντας μεγάλη διαδρομή από τους κεντρικούς δρόμους, όπου το γλέντι συνεχιζόνταν. Έπειτα ξαναγύριζαν στης νύφης το σπίτι και πολλές φορές συνεχίζονταν το γλέντι ως τα ξημερώματα της άλλης μέρας. Έτσι τη νιώθαν και έτσι τη ζούσαν τη ζωή οι πρόγονοι μας.
Όμορφοι παλιοί καιροί που χάθηκαν….!!!




Η Βάφτιση

Ανάδοχος του παιδιού, ο «Λνός, όπως και σήμερα το λένε οι Σκοπελίτες, ήτανε πάντα ο κουμπάρος, που στεφάνωνε το αντρόγυνο. Κατά την τέλεση λοιπόν του μυστηρίου της βάφτισης γινόταν ένα σκοπελίτικο έθιμο, «η κρέμασ’». Από το λαιμό του νονού κρεμούσαν χιαστί μια πλατιά μεταξωτή κορδέλα θαλασσιά αν ήταν αγόρι, και ρόζ αν ήταν κορίτσι. Εδώ κρεμούσε σε τυλιγμένο στο διχτάρι ο παππάς το νεοβάφτιστο.

«Το κρέμασα από το λαιμό μου», έλεγε αργότερα ο «Λνός» περήφανος για το βαφτιστήρι του. Τον νουνό τον σέβονται και σήμερα και τον εκτιμούν σαν δεύτερο πατέρα και του ανταποδίδουν πατρικές τιμές, γιατί έβαλε στο αναδεξίμι του, το λάδι και το μύρο. Τα Χριστούγεννα του πήγαιναν με το δίσκο γλυκά. Τις απόκριες ριζόγαλο στην πιατέλα, στολισμένο με άνθη και κλαδιά δέντρων, φτιαγμένα μαστορικά από κανέλα. Το Πάσχα, του πήγαιναν με το δίσκο, αυγά κόκκινα, κουλούρια και τυριά. Την πρωτομαγιά γάλα,  τυριά,  μυζήθρες, παξιμάδια και στεφάνι λουλουδιών. 

Επιμέλεια: Σπυριδούλα Μπετσάνη
Κείμενα:Αρχείο Γυμνασίου Σκοπέλου
Φωτό:skopelos through the time, Κατερινα Μπετσάνη, Skopelos Web

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένας σιωπηλός καλλιεργητής στην Σκόπελο - Παναγιώτης Καμπακούμης απο την Τένεδο.

Θρησκευτικές Εορτές του Δεκεμβρίου στην Σκόπελο - Αρχείο Εφημερίδας "ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ 1973"

ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1952-2020) - Όπως τον γνώρισα....Yona Stamatis και βίντεο