Οι Χήνες του Κωνσταντή και το πάθημα του Κουμπάρου
Σκοπελίτικο Ευθυμογράφημα
Μεγάλος νοικοκύρης ο Κωνσταντής ο Γενάτος, αμπελουργός ξακουστός, ατελείωτα τα αμπέλια του στον Πύργο, βαρέλες αμέτρητες κρασί, όμως είχα και μια μανία αγιάτρευτη, μεροκάματο να μην πάρει κανείς απο τα χέρια του.
Μοναχός του κλάδευε, μοναχός του έσκαβε και στ' αργολόι, στο θειάφισμα και στον τρύγο τον βοηθούσε η γυναίκα του το Τσιτσώ. Πολλές φορές τουκανε παράπονα για να πάρουνε βοηθό, λυώνανε τόσες μέρες μες στον ήλιο, αλλά που να στρέξει εκείνος! Οικονομία βρε Τσιτσώμ' της έλεγε, έχουμε έξοδα.
Έτσι εκείνη την χρονιά άρχισε πάλι το σκάψιμο μοναχός του απ' τη νύχτα πήγαινε στ' αμπέλι νύχτα γύριζε στο σπίτι του για να φτουρίσει η δουλειά, έτρωγε και έπεφτε στον ύπνο σαν πεθαμένος ως την αυγή. Όμως το Τσιτσώ, νέα γυναίκα και τσαχπίνα δεν άντεξε άλλο να είναι παραπεταμένη, και πες, πες, ταμπλεξε με έναν λεβέντη και περνούσε καλά και ο Κωνσταντής ο Γενάτος καλύτερα στ' αμπέλι.
Πέρασε καιρός και απόπασχα τελείωσε το σκάψιμο, γύρισε κατακουρασμένος όπως πάντα στο σπίτι το βράδι και κει που βάλανε να ψάνε ψωμάκι και ελιές είπε ο Γενάτος: Βρε Τσιτσώμ δίκιο έχεις, μωρέ δεν σου δωσα καμιά χαρά τόσο καιρό, αυτό το αμπέλι σπάζει κόκκκαλα. Αύριο θα πάω να αγοράσω μια χήνα μωρέ, να το γλεντήσουμε, έτσι κι έγινε.
Πρωί πρωί ο Γενάτος πήγε και πήρε την χήνα, την πήγε στη γυναίκα του όλο χαρά και της είπε: Τσιτσώ ψήστην όλη, το βράδυ θα γυρίσω νωρίς να την έχεις έτοιμη. Όμως σαν γύρισε το βράδυ αντί για χήνα η Τσιτσώ του παρουσίασε ελιές και λεφτοκούκια, η χήνα ήτανε για άλλο λαρύγγι. Μπά, είπε ο Κωνσταντής, την χήνα δεν την έφτιαξες; Τι λές άντραμ' είπε εκείνη, τάχα ξαφνιασμένη, τι χήνα μου λες; Πότε έφερες εσύ χήνα και δεν την έφκιασα εγώ; Και ο Κωνσταντής που είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην γυναίκα του σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και της είπε: Μωρέ Τσιτσώ, συμπάθαμε, φαίνεται πως θα το είδα στον ύπνο μου και νόμισα πως ήταν στα ξυπνητά μου, όμως ένοια σου, αύριο πρωι πρωί θα πάω για χήνα για την φάμε το άλλο βράδυ.
Αλλά και το άλλο βράδυ του σέρβιρε αντί για χήνα φασόλια ανόψανα και κρομμύδια. Έκανε το σταυρό του ο Κωνσταντής και είπε: Έλα παναγία μου, βρε Τσιτσώ που είναι η χήνα; Ε, τότε το Τσιτσώ έβαλε τα κλάματα και ορκιζότανε πως δεν της πήγε χήνα, αλλά απ' την πολλή δουλειά κάτι θα παθες Κωνσταντήμ' και αλλοίμονο μου του είπε, και έτρεξε και πήρε λουλούδια απ' τον Επιτάφιο που τάχε φυλαγμένα και άρχισε να τον καπνίζει με καθαρό και με καθαρό νερό να τον ραντίζει να φύγει απο πάνω του το κακό.
Ταχασε ο Κωνσταντής, δεν ήξερε τι να πει. Η γυναίκα του δεν ήτανε δυνατό να λέει ψέματα, άρα σκέφτηκε κάτι κακό θα έπαθε ο ίδιος και δεν ξέρει τι λέει. Και έτσι έφαγε ο,τι βρήκε μπροστά του, ήπιε και μπόλικο κρασί και κουκουλώθηκε να του φύγει η ζούρα.
Το πρωί που σηκώθηκε σκέφτηκε να πάει να πάρει μια χήνα, όμως με το κλαρίνο. Πράγματι πήγε πήρε τη χήνα, έψαξε και βρήκε τον Τζώνια του δωσε λπτά και του είπε βάρα Τζώνιαμ' να πάμε τη χήνα στο σπίτι με το κλαρίνο. Σηκώθηκε στο πόδι όλη η γειτονιά, βγήκανε έξω άντρες, γυναίκες και παιδιά να δούνε τι συμβαίνει και ο Γενάτος, φώναζε γειά σας γειτόνοι, χήνα, χήνα θα φάω το βράδι και όλοι απορούσανε πως έκανε τέτοια θυσία.
Την έδωσε στη γυναίκα του και της είπε: Τσιτσώμ' δεν πιστεύω και τώρα να κάνω λάθος; Όχι άνδραμ' είπε εκείνη, τώρα πως μπορώ να πω πως δεν έφερες τη χήνα; Φκιάχτην και το βράδυ τι έχει να γίνει Τσιτσώμ.
Όλη μέρα συλλογιζότανε πότε να βραδιάσει να φάει τη χήνα. Θάμπωσε ώσπου να παχνιάσει τα ζωντανά και χαρούμενο τράβηξε για το σπίτι. Άλλα ο πειρασμός του παρουσίασε μπροστά του τον κουμπάρο του απο τη Γλώσσα, ήλθε για δουλειά ο άνθρωπος, μόλις είδε τον κουμπάρο του ο Κωνσταντής τον χαιρέτησε και τον κάλεσε να πάνε απ' το σπίτι. Ο άλλος ακολούθησε δοξάζοντας τον Θεό για το καλό που του φανέρωσε, γιατί νύχτωσε και που ξενοδοχείο εκείνα τα χρόνια.
Σαν φτάσανε στο σπίτι τους καλοδέχτηκε το Τσιτσώ τους κέρασε ρακί και άρχισε να ετοιμάζει το τραπέζι για τη χήνα, πως να την κρύψει τώρα που την είδανε τόσα μάτια; Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και το βρήκε. Έξω θάμπωσε για τα καλά. Έκανε νόημα στον άντρα της πως θέλει κάτι μυστικό να του πει. Σύντομα πήγε ο Κωνσταντής κοντά της και κείνη του είπε ψυθιριστά: Άντρα μ' το κρασί μας δεν είναι της προκοπής, πως θα περιποιηθούμε τον κουμπάρο στα χίλια χρόνια που ρθε στο σπίτι μας; Δεν πετιέσε μάνι μάνι εκειδά στο γέρο Σπαρτίνη να πάρεις λίγο θεοτικό; Μακρυά βρε γυναίκα είπε εκείνος αλλά τι να κάνω θα πάω αφού το λες εσύ.
Του δωσε το μπουκάλι πεντάρικο και λαδοφάνορο και πήρε το δρόμο ο Κωνσταντής να φέρει καλό κρασί. Το Τσιτσώ έπιασε την κουβέντα με τον κουμπάρο, αλλά συγχρόνως έβαλε και στη φωτιά ένα γουδοχέρι και το γύρισε για να κοκκινίσει όλο. Απορημένος ο κουμπάρος ρώτησε: Γιατί κουμπάραμ' καις το γουδοχέρι; Αχ κουμπάρεμ' του είπε εκείνη, τάχα στεναχωρημένη. Να αυτός ο αθεόφοβος ο άνδρας μου άμα φέρει μουσαφίρη στο σπίτι μου λέει και κοκκινίζω το γουδοχέρι και άμα βρεί ευκαιρία το χώνει στα πισινά του για να φύγει να μην του φάει το φαγητό, καταραμένος άνθρωπος κουμπάρεμ' αχ τι τραβάω απ' αυτόν! Λαχτάρησε ο άνθρωπος, σηκώθηκε στα γρήγορα, το βαλε στα πόδια, λέγοντας: βρε κουμpάρα δεν μου μιλάς αλλα μ' αφήνεις να περιμένω να γυρίσει;
Πάνω στην ώρα να και ο Κωνσταντής στην πόρτα, είδε τον κουμπάρο που έτρεχε μες το σκοτάδι και τα χασε. Τι κάθεσαι Κωνσταντήμ' είπε το Τσιτσώ, τρέχα ο χαμένος πήρε τη χήνα και έφυγε, κάνει ο Κωνσταντής να αφήσει το κρασί του πέφτει το λαδοφάναρο και έγινε κομμάτια. Τότε η Τσιτσώ τουδωσε ένα δαυλί για να βλέπει. Σκοτάδια τότε οι δρόμοι, γιομάτοι χώματα και πέτρες.
Άρχισε λοιπόν ο Κωνσταντής να κουνάει το δαυλί για να βλέπει και φώναζε, βρε κουμπάρεμ στάσου, μωρέ λίγο θέλω για το καλό, έτσι λίγο για να αγγίξω. Γυρνάει ο κουμπάρος και όπως βλέπει το δαυλί να κουνιέται το πέρασε για το γουδόχερο και τότε ο άνθρωπος κόντεψε να ξεψυχήσει, έτρεχε όπου έβρισκε, έτρεχε ώσπου να φέξει αλλά και στην άλλη ζωή θα τρέχει.
Ο Κωνσταντής αφού δεν μπόρεσε να τον φτάσει γύρισε πίσω στο σπίτι και ορκίστηκε άλλη φορά χήνα να μην ξαναπάρει. Όσο για τη ψημένη χήνα ε, αυτή έπιασε τόπο πάλι.
Σκοπελίτικο Ευθυμογράφημα του Δημητρίου Ιωαν. Βλαχάκη.
Μεταφορά απο την Εφημερίδα “Σκοπελίτικα Νέα”.
Αρχείο Πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού.
Φωτογραφίες Google
Μπραβο, Σπυριδούλα. Συνεχισε...Καλάο μήνα π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή