Σκοπελίτικες Αφηγήσεις.........Οι Καλλικάντζαροι του Δημ. Βλαχάκη και Η ανάμνηση του Γ. Αγραφιώτη του 1973
Οι Καλικάντζαροι
Δεκέμβρης 1973 Δημήτριος Ιω. Βλαχάκης
<<Ξύπνα μάνα…...κτυπάνε οι καμπάνες, ξύπνα>>
Φυσούσε παγερός βοριάς και κάπου- κάπου έπεφτε απο καμιά νυφάδα χιονιού και η κοπελιά η Μουσχαδώ αγρυπνούσε ως τα χαράματα στον αργαλειό, έπρεπε να τελειώσει τις παραγγελίες για τα Χριστούγεννα να παραδώσει την δουλειά για να οικονομηθούνε οι χρονιάρες μέρες.
Ήτανε ορφανή η καημενούλα και ζούσε συντροφιά με την γριά τη μάνα της που κείνο το πρωινό η γρια θα πήγαινε μαζί με άλλες γριούλες στην εκκλησία να ακούσουνε τις ώρες και να συντροφέψουνε τη Μεγαλόχαρη που θα έφερνε σε τούτο το κόσμο τον Θεό, τον μονογενή της Υιό να σώση τους ανθρώπους απο τις αμαρτίες.
Ξύπνησε σύνταχα η γριούλα, στολίστηκε μάνι – μάνι, πήρε στο ένα χέρι της το φαναράκι και στο άλλο το ραβδάκι της και κίνησε για την εκκλησιά. Τριγύρω όλοσκόταδο. Οι καμπάνες ξανακτύπησαν γλυκά – γλυκά σκορπώντας τους ήχους τους μες το σκοτάδι το αυγηνό σαν ουράνια ψαλμωδία. Η κοπελιά η προκομένη κληδομαντάλωσε τη πόρτα έκανε τον σταυρό της, έβαλε λάδι στο καντηλάκι που φώταγε χλωμά τα πρόσωπα των αγίων στο τοίχο, θύμιασε με μοσχολίβανο, συνδάβλισε τα λιγοστά ξύλα στη παραστιά και κάθησε στον αργαλείό.
Πηγαινοέφερνε την σαίτα και βάλθηκε να συλλογιέται το ακατανόητο θαύμα πως ο Παντοδύναμος θα γεννούταν σαν βρέφος απο την Μαγαλόχαρη. Δούλευε...δούλευε η κόρη η χρυσοχέρα και απάνω στην σκέψη της της φάνηκε σαν νάταν μισοξύπνητη, σαν νάταν μισοκοιμησμένη, πως κατρακυλούσαν πέτρες, χώματα στην παραστιά και στη στιγμή έβλεπε καμιά δεκαριά τρομακτικές μορφές σαν σκύλοι όρθιοι να πέφτουνε πάνω στην φωτιά.
Σκόρπισαν τα δαβλιά εδώ και εκεί κι αμέσως ρίχτηκαν απάνω της, την έπιασαν στα χέρια και έστησαν τρελλό χορό τραγουδώντας με τις μουγκιές τους τις φωνές. <<Λιαρουμού μια, λιαρουρού δύο, λιαρουμού τρεις και θα χαθώ>> την τράνταζαν δυνατά φωνάζοντας το όνομά της <<Μίσκα, Μίσκα , Μισκαδώ και βήρα το χόχο>>.
Της κοπελιά τα λογικά πήγανε να σαλέψουνε, έτρεμε σύγκορμη κι’ απάνω στην τρεμούλα της θυμήθηκε πως θαταν οι καταραμένοι οι καληκάντζαροι που τέτοιες μέρες βγαίνουνε στον απάνω κόσμο να κάνουνε κακό στους ανθρώπους. Και στον χαμό της ψίθύρισε <<Η γέννησί Σου Χριστέ ο Θεός ημών...>>
Μια απαίσια βοή γιόμισε το σπιτάκι και δια μιας χάθηκαν όλοι απο μπρος της, ίσα στρίμαξαν και έφυγαν απο τον καπνοδόχο μόνο του τελευταίου του ξέφυγε το τσαρουχάκι του και έπεσε στα μισοσβησμένα κάρβουνα και κάηκε. Έξω ξημέρωσε για τα καλά όταν η γριά κτύπησε την πόρτα και φώναξε στην κόρη της να της ανοίξει. Το Μουσκαδώ έσυρε τα πόδια της τρεμουλιασμένα και ήγε και άνοιξε την πόρτα μα όμως έτσι όπως ήτανε δίχως χρώμα η μάνα της την ρώτησε λαχταρισμένη και κείνη με την ψυχή στο στόμα της είπε τι είδαν τα μάτια της τα μισοκοιμησμένα.
<<Τους είδα μάνα, τους είδα, ήτανε καμιά δεκαριά σαν σκύλοι όρθιοι και μαλλιαροί με κάτι μακριές ουρές οι τρισκατάρατοι που θέλησαν στο σπίτι μας κακό για να μας κάνουν, με έσυραν μάνα στον χορό, φώναξαν το όνομά μου!! Τρέξε μάνα στον παπά να έρθει να με αγιάσει.>>
Σε λίγο έφτασε ο Παπαγιάννης και μαζί του αρκετοί απο τη γειτονιά. Η κοπελιά ξαπλωμένη στο μιντίρι δεν μπορούσε ακόμη στα καλά της για να έρθει. Έχετε θάρρος χριστιανοί, είπε ο παπάς, οι τρισκατάρατοι σε λίγες μέρες θα πέσουνε στα καταχθόνια, εκεί που πάντα ζούνε και δεν θα σας ξαναπειράξουνε άλλη φορά. Ο Κύριος που θα γεννηθεί θα είναι παντοντινά μαζί μας, νικητής και τους ευλόγησε με το γεροντικό του χέρι το αδύνατο λέγοντας: << Επεφάνη σήμερον στην οικουμένη και το φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ’ ημάς, εν επιγνώσει υμνούντα Σε, ήλθες εφάνης το φως το απρόσιτο>> και ράντισε με αγιασμό όλο το σπίτι. Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε, γρήγορα πια το Μουσκαδώ ορκιζόταν πως ύστερα απο τον αγιασμό του σπιτιού της δεν ξαναπάτησαν οι καταραμένοι.
Η ανάμνηση
Γ. Α. Αγραφιώτης – Νέα Υόρκη 19.12.1973
Ήτανε συννεφιά απόγευμα και χειμώνας, ο μήνας που βάζει την σφραγίδα του και την υπογραφή του τέλος του χρόνου. Αυτός είναι ο μήνας Δεκέμβριος. Λύπες, χαρές, πλούτη και δυστυχία στο διάστημα των δώδεκα μηνών που έχει ο χρόνος που περνά μαζί με την ζωή μας, τα σφραγίζει ο Δεκέμβριος.
Τότε ήταν που θυμάμαι αυτήν την ανάμνηση που θα περιγράψω εν ολίγοις. Συγκεντρωμένοι όλοι οι νέοι του νησιού σε ένα μαγαζάκι και κάνοντας πρόβες για την νύχτα κατά το έθιμον να βγούν να τραγουδίσουν το εωθινό της πρωτοχρονιάς τραγούδι. Θυμάμαι ήταν περί τους δεκαπέντε νέους όλοι καλές φωνές και με όργανα, περίπου γύρω στα δώδεκα, κιθάρες, μαντολίνα ακορντεόν κλπ.
Έγιναν οι πρόβες με επικεφαλής τον Δημήτριο. Σ. Βλαχάκη και έτοιμοι περιμένοντας το μεσονύκτιο να περάσει να τραγουδήσουν τα τραγούδια της νέας χρονιάς. Να μερικά που θυμάμαι:
Σήμερα εορτάζουμε Περιτομή Κυρίου, την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου. Χριστουγεννιάτικο δεντρί αρχίζει και παλιώνει χαρούμενο στις ρεματιές γλυκολαιδεί το αηδόνι.
Για τα παιδιά που τραγουδούν προσφέρτε το ποτό σας και ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.
Και κατά το έθιμον κάθε σπίτι την πρωτοχρονιά έφτιαχνε λουκουμάδες. Και κάθε νοικοκύρης έβγαινε με το μπουκάλι το ρακί και με τους λουκουμάδες και εκέρναγε και τα παιδιά του εύχονταν τα χρόνια πολλά και καλή χρονιά, μπάρμπα. Καθώς και εκείνος με το χαμόγελο στα χείλη έλεγε επίσης παιδιά και ό,τι επιθυμείτε.
Τώρα έχουν περάσει εκείνα τα χρόνια και μας μένουν αναμνήσεις και μόνο.
Αρχείο Πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού απο την Εφημερίδα Βόρειοι Σποράδες
Επιμέλεια Σπυριδούλα Μπετσάνη
Εικόνες google
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου