Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΣΚΟΠΕΛΙΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Η ΣΚΟΠΕΛΙΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ
ΜΟΡΚΟ
Νυφικό Μόρκο |
Η
γυναικεία τοπική, νυφική ενδυμασία της
Σκοπέλου – Μόρκο - είναι μια από τις
πιο αξιόλογες και εντυπωσιακές της
Ελλάδος, σε είδη αλλά και κόστος, όπως
τη συναντάμε διαμορφωμένη απο το 1840.
Είναι μια φορεσιά πάρα πολύ συντηρητική,
τυπική, επιδεικτική και καθόλου πρακτική.
Την
χαρακτηρίζει η αγάπη της πολυτέλειας
και των πολίτιμων υλικών. Είναι άκρως
επηρεασμένη από τα αναγεννησιακά πρότυπα
της Δύσης και πάει γάντι στα αυστηρά ήθη, την
τυπολατρία, τον συντηριτισμό και τον
φιλόπρωτο χαρακτήρα των Σκοπελιτών.
Και ήταν οι λόγοι αυτοί που οδήγησαν
την Σκοπελίτισσα να ντυθεί αφενός σαν
βασίλισσα, κλείνοντας όμως αφετέρου
ερμητικά το σώμα της μέσα σε ατελείωτο
ύφασμα, λες και ντρεπόταν ή φοβόταν
γιαυτό. (1)
Νυφικό Μόρκο |
Η κυριότερη γυναικεία ενδυμασία της Σκοπέλου είναι η νυφική ή γιορτινή το γνωστό Μόρκο, απο εκεί ξεκινούν και διαμορφώνονται και τα λοιπά είδη της. Η ενδυμασία αυτή διαμορφώθηκε πρώτα στην Σκόπελο. Ακολούθησαν η Γλώσσα, το Κλήμα και αργότερα η Αλόννησος, χαρακτηριστικό είναι δε ότι οι Αλοννησιώτισσες τα πρώτα χρόνια επισκέπτονταν το νησί της Σκοπέλου για να ράψουν την νυφική ενδυμασία, καθώς δεν υπήρχαν κεντήστρες στο νησί τους (2). Στόφα ονομάζεται η ενδυμασία με τον υφαντό ποδόγυρο ενώ Μόρκο το μαύρο κολοβόλι με τον κεντητό ποδόγυρο, το δεύτερο όνομα είναι και αυτό, που επικράτησε στην Χώρα της Σκοπέλου.
Νυφικό Μόρκο |
Οι τοπικές ενδυμασίες δείχνουν στοιχεία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής ενός τόπου, των ηθών και των εθίμων του. Αυτό που αποδεικνύεται κυρίως από τη νυφική ενδυμασία της Σκοπέλου, είναι ότι ο τόπος αυτός γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορίου. Οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες επέστρεφαν στο νησί, έχτιζαν διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, τα στόλιζαν με πολύτιμα έπιπλα και διακοσμητικά και έντυναν τις νύφες τους σαν βασίλισσες. Το νυφικό Μόρκο της Σκοπέλου φέρει πάνω του κεντημένη όλη την ιστορία του νησιού, που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εμπορική ναυτιλία, που επέφερε ως αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης και την διαμόρφωση των ηθών, των παραδόσεων και γενικότερα της λαογραφίας του τόπου.
Εξαρτήματα Σκοπελιτικης Φορεσιάς |
Η καταγωγή της σκοπελίτικης φορεσιάς δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Αν και η προέλευση όλων των ελληνικών ενδυμασιών ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, κατά τόπους επέδρασαν διαφορετικές τάσεις όσον αφορά την τελική διαμόρφωση τους. Αντίθετα με τις άλλες ενδυμασίες η σκοπελίτικη δεν φαίνεται να έχει πολλές σχέσεις με τη βυζαντινή παράδοση.(3) Το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι η εισαγώμενη υφαντή στόφα (απο την ιταλική λέξη stoffa, που σημαίνει εκλεκτό ύφασμα με σχέδια 3α) με τις γλάστρες, που αποτελεί τον ποδόγυρο του φουστανιού, αυτή όπως και τα περισσότερα εξαρτήματά της δείχνουν επιρροές από τη Δυτική Ευρώπη, γεγονός που ενισχύεται και από την άποψη της κ. Ξένια Πολίτη, Επιμελήτριας Συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού, Μουσείου Μπενάκη. Η ονομασία «μαλακόφ» (φούστα με μεταλλικές βέργες για να φουντώνει το φόρεμα) είναι λέξη γαλλική (4), όπως επίσης και η γαλλική λέξη moricaux, "μόρ(ι)κο, που σημαίνει αυτόν που έχει χρώμα μαυριδερό, πολύ σκούρο. Επίσης και κάποια άλλα μέρη της φορεσιάς τα έφερναν από το εξωτερικό οι σκοπελίτες ναυτικοί(5).
Υφαντή Μεταξωτή Στόφα Νικολάου Ζαχαριάδη |
Μπορούμε να πούμε ότι τον 18ο αιώνα η νυφικη ενδυμασία πήρε την οριστική της μορφή. Οι άνδρες που ταξίδευαν έφερναν απ’ έξω ( από τη Δυτική Ευρώπη ή τον Εύξεινο Πόντο) τη μόδα της εποχής. Από το Ταϊγάνι της Νοτίου Ρωσίας, όπου πήγαιναν και δούλευαν οι παλιοί Σκοπελίτες ως καραβομαραγκοί κυρίως αλλά και απο τα εμπορικά ταξίδια των καραβοκύρηδων, έφερναν το ύφασμα με τα υφαντά κεντήματα, που αποτέλεσε τη βάση της νυφικής ενδυμασίας και που την διαφοροποιήσε απο τις απλές ενδύμασίες (6).
Μουσείο Μπενάκη |
Κάποια απο τα πιό παλιά υφαντά αυτά ύφασματα (στόφες), σώζονται σε ιδιωτικές συλλογές στη Σκόπελο, όπως του ιατρού Νικοκολάου Ζαχαριάδη (7), όπως επίσης στη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη, καθώς και του Λυκείου Ελληνίδων Αθήνας, έχει μαύρο φόντο και φέρει σαν κόσμημα τη γνωστή γλάστρα με τα λουλούδια. Το σχέδιο αυτό, που έχει την επίδραση του «ροκοκό» της εποχής, κάθε άλλο παρά ελληνικό είναι. Η τυποποίηση του είναι φανερή και φαίνεται ότι τα υφάσματα αυτά κατασκευάζονταν από συστηματικά υφαντουργεία (8). Ένα απο τα παλαιότερα αυθεντικά νυφικά Μόρκα, υπάρχει στην έκθεση του Μουσείου "Παλαιό Αρχοντικό Αντιγόνης Βακράτσα".
Σπάνιο Μόρκο, Συλλογή Αντιγόνης Βακράτσα |
Το ύφασμα αυτό το «πλισάριζαν» οι σκοπελίτισσες για να το εμπλουτίσουν και να το κάνουν πιο επίσημο και το έκαναν νυφική φουστάνα. Βέβαια αυτό το ύφασμα και τα μεταξωτά εξαρτήματα της φορεσιάς, δεν ήταν δυνατόν να μπορούν να τα αποκτήσουν όλα τα κορίτσια του νησιού, παρά μόνο οι ευκατάστατες, καθώς πέραν του υψηλού κόστους, εισάγονταν απο το εξωτερικό. Έτσι τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, η νυφική ενδυμασία, αποτέλεσε περισσότερο, μια φορεσιά επίδειξης και κοινωνικού κύρους, των πλούσιων καραβοκύρηδων(9). Αργότερα τα μεταξωτά πουκάμισα τα επονομαζόμενα ανετουράλια, τα ύφαιναν οι καλόγριες σε αργαλειούς στη Μονή Προδρόμου της Σκοπέλου και για τον λόγό αυτό εξέτρεφαν μεταξοσκώληκες.
Αργαλειός με μετάξι στην Μονή Προδρόμου στην Σκόπελο |
Αργότερα στα μέσα του 19ου αιώνα και με τον μαρασμό του εμπορίου, σκέφτηκαν να το ξεσηκώσουν το σχέδιο της στόφας και να το κεντήσουν πάνω στο μαύρο ύφασμα για να έχει εντονότερη αντίθεση με τα χρώματα των λουλουδιών και της γλάστρας (10).
Οι αδερφές Καραμπετσάνη κεντήστρες |
Η πρώτη που το εφάρμοσε αυτό, ήταν η σκοπελίτισσα κεντήστρα Χρυσαφώ Κασσανδριανού, η μανού της Χρυσούλας Καραμπετσάνη (γνωστής κεντήστρας της Σκοπέλου). Μετά από πολλές δοκιμές η απόπειρα αυτή πέτυχε και σε λίγο είχε γίνει «συρμός». Με τον τρόπο αυτό οι σκοπελίτισσες κεντήστρες διαιώνισαν το σχέδιο των γλαστρών, το οποίο διατηρήθηκε και παρέμεινε έως τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας το ως το Νυφικό Μόρκο της Σκοπέλου (11).
Κεντητός ποδόγυρος Μόρκου |
Η πρώτη βιβλιογραφική αναφορά στην γλάστρα της Σκοπέλου προέρχεται απο την Αγγελική Χατζημιχάλη: <<{..} πλουσιώτατον πολύχρωμον μεταξωτόν κέντημα {...} τυπικόν θέμα τούτου είναι πάντοτε το μόρκου ή τα μόρκα ή τα κόκκινα λουλούδια (τριαντάφυλλα) μέσα σε γλάστρες με χερούλια>> (12).
Επίσης στο βιβλίο “Η Παραδοσιακή Γυναικεία Φορεσιά της Σκοπέλου” της Μαρίκα Δελήτσικου Παπαχρήστου, η συγγραφέας βασίζεται σε προικοσύμφωνα του 1763, όπου αναφέρονται έως και δεκαοκτώ μεταξωτά φουστάνια και σε άλλα του 1865 τρία φουστάνια δύο μώρ(ι)κα και ένα κόκκινο, αλλά και σε μια περιγραφή και κάποια σχέδια του Βέλγου διπλωμάτη Benjamin Mary απο το 1840 (13).
Κεντητός Ποδόγυρος Μόρκου |
Τα κεντήματα αυτά τα έφτιαχνα σε μεγάλα τελάρα, αναπαριστώντας το υφαντό σχέδιο. Με ένα κομμάτι σαπούνι τα σχεδίαζαν πάνω στο ύφασμα. Κατόπιν το κεντούσαν με βρόχο (μετάξι), που το επεξεργάζονταν στο νησί. Η βαφή των χρωμάτων γινόταν από τη κεντήστρα. Το αρχικό σχέδιο ήταν κίτρινες γλάστρες με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ακόμα και πολλά υφαντά φορέματα, που είχαν οι παλαιότερες τα κεντούσαν με μεταξωτή κλωστή πάνω στο παλιό σχέδιο (14).
Σκοπελίτισσα Κεντήστρα Ουρανία Καλλιανού |
Το κάτω μέρος της φορεσιάς κεντιόταν σε μεγάλα κομμάτια σε ειδικά τελάρα και μετά ραβόταν. Μετά το κέντημα γινόταν το πλισάρισμα από μέσα με καλάμια και καρφίτσες. Έβρεχαν το ύφασμα , το έβαζαν μέσα σε κόλλα (κουρκούτι) και το άπλωναν για να στεγνώσει. Οι πιέτες έμεναν έτσι για πολλά χρόνια (15).
Νυφικό Μόρκο |
Η Σκόπελος ένα νησί, όπου η φύση αφειδώλευτα το στόλισε με πολλές ομορφιές προσφέροντας ο,τι καλύτερο είχε. Διαθέτει πλούσια και παρθένα βλάστηση απο οπωροφόρα, ελιές, πουρνάρι, κουμαριά, πεύκα και παρθένα δάση. Το ωραίο αυτό φυσικό περιβάλλον κάνει φιλόκαλους τους κατοίκους του νησιού, ασκεί την όραση, αναπτύσσει τη φαντασία και εκλεπτύνει τα συναισθήματα αυτών, που ζουν μέσα στην ένθεη φύση, απολαμβάνοντας τη θάλασσα και ανατείνοντας την ψυχή τους στο κοίταγμα των ψηλών βουνών και απορρωγών βράχων (16).
Επομένως οι Σκοπελίτισσες μεγαλουργουν στην λαϊκή τέχνη του κεντήματος, δημιουργώντας αριστουργήματα, ένα απο αυτά και η Σκοπελίτικη Ενδυμασία. Επιπλέον η ενδυμασία αυτή είναι εκφραστική ενός ορμητικού πάθους και δυνατού συναισθήματος, που πρέπει να είναι καταχωνιασμένα και συγκρατημένα. Είναι δηλωτική του υπέροχου σε καμία περίπτωση όμως αυτής του χαριτωμένου και κυριαρχεί η αίσθηση των χρωματικών αντιθέσεων. Καθαρό μαύρο και πράσινο, κόκκινο, κίτρινο καθώς και πρασινοκόκκινο (17).
Πηγές και παραπομπές:
Αδαμάντιος Σάμψων, τόμος Ε΄ του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών το 1979: 2,3,6,9,10,11,14,15
Μαρίκα Δελήτσικου Παπαχρήστου “Η Παραδοσιακή Γυναικεία Φορεσιά της Σκοπέλου”: 1,3α,5,7,13
Ξένια Πολίτη:”Η Στόφα της Σκοπέλου, ένα δάνειο απο την Ευρωπαική υφαντική παραγωγή”:4,8,12
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου