Το Φυσικό Περιβάλλον ο Χαρακτήρας και οι Συνήθειες των Σκοπελιτών

 Το Φυσικό Περιβάλλον ο Χαρακτήρας και οι Συνήθειες των Σκοπελιτών


Από το βιβλίο της κας Μαρίκας Παπαχρήστου – Δελήτσικου
 «Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά της Σκοπέλου»

Επειδή η διαμόρφωση της κάθε ενδυμασίας είναι και αποτέλεσμα του περιβάλλοντος, του χαρακτήρα και των συνηθειών αυτών που την φορούν, νομίζουμε ότι θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά μας και στους παράγοντες αυτούς προκειμένου να την φωτίσουμε και να την ερμηνεύσουμε.
  
Η Σκόπελος είναι ένα νησί που η φύση  αφειδώλευτα το στόλισε με πολλές ομορφιές προσφέροντας του ο,τι καλύτερο είχε. Διαθέτει πλούσια και παρθένα βλάστηση από οπωροφόρα, ελιές, πουρνάρι, κουμαριά και πεύκα. Δάση που σε πολλά σημεία τους δύσκολα τα φτάνει κανείς, υψώνονται μέσα από τη θάλασσα και σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές φτάνουν μέχρι τις κορυφές των βουνών της.
 
Το ωραίο αυτό φυσικό περιβάλλον κάνει φιλόκαλους  τους κατοίκους του νησιού, ασκεί την όραση, αναπτύσσει τη φαντασία και εκλεπτύνει τα συναισθήματα αυτών, που ζουν μέσα στην ένθεη φύση απολαμβάνοντας την θάλασσα και ανατείνοντας την ψυχή τους στο κοίταγμα των ψηλών βουνών και των «απορωγών» βράχων.
 Και ενώ το ορεινό και πετρώδες του εδάφους τους κάνει δραστήριους και εργατικούς, το γεγονός ότι είναι «κλεισμένοι» μέσα στη θάλασσα συντελεί από τη μια να είναι ικανότατοι ναυτικοί και από την άλλη τους εμπνέει  ένα συναίσθημα εξάρτησης από τον Θεό, ένα συναίσθημα  που το εντείνει η μαγευτική απόλαυση της φύσης και ο διάλογος που ανοίγουν με την θάλασσα τις νύχτες, όταν της εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους!!!
  Πώς να μην αναδειχτούν , λοιπόν, σε φύσεις θρησκευόμενες;  Η όμορφη και ζωντανή αυτή φύση και επί πλέον το γεγονός ότι δεν εβίωσαν τον Οθωμανικό ζυγό θα συντελέσει στο να είναι εύθυμοι, να αγαπούν τις διασκεδάσεις και να μιλούν με ζωηρές παραστατικές κινήσεις. Όταν όμως δεν διασκεδάζουν είναι σοβαροί  και συνηθίζουν να σιωπούν κυρίως στα δυσάρεστα. Άλλα χαρακτηριστικά τους είναι η φιλοξενία, η προσήνεια, η αξιοπρέπεια, η τήρηση του λόγου τους και η τιμιότητα.  Για το τελευταίο αυτό ο Κ. Λιβανός παρατηρεί: «είναι ικανοί και τιμιότατοι ναυτικοί καθ’ όσον ουδέποτε Σκοπελίτης πλοίαρχος κατηγγέλθη επί ναυταπάτη….».

     Είναι φιλότιμοι  και θέλουν να πρωτεύουν σε όλα. Η φιλοπρωτία όμως αυτοί δεν λειτουργεί πάντα ως δημιουργική δύναμη και αυτό γιατί όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο Π. Σπανδωνίδης είναι «εύκολο το γλίστρημα από της ευγενική φιλοδοξία της ανάδειξης μέσα στο κοινωνικό σύνολο, στην φιλοπρωτία εκείνη που κατεβάζει τις υπερατομικές υποθέσεις σε προσωπικά ζητήματα και την κοινωνική ανταγωνιστική συνεργασία σε στίβο διαμάχης και διχόνοιας».  Αγαπούν την πατρίδα, απόδειξη ότι θυσίασαν τα πάντα για την  ελευθερία της και το νησί τους και είναι πολύ καλοί οικογενειάρχες.
  Στην οικογένεια η μορφή του πατέρα κυριαρχεί αυστηρή και επιβαλλόμενη. Επειδή όμως οι πρακτικές ανάγκες της ζωής τον κρατούσαν για πολύ έξω από την οικογενειακή εστία – ας μην λησμονούμε ότι το μεγάλο μέρος του αντρικού πληθυσμού ταξίδευε-  η μορφή της μητέρας θα ρυθμίσει τη βαθύτερη ζωή της οικογένειας. Αυτή με τη στοργή της και με την αφοσίωση στο έργο της γίνεται πηγή αγαθών για την οικογένεια της και με αξιοπρέπεια θα οικονομήσει τα του οίκου της.
  
Ο συντηρητισμός και τα πολύ αυστηρά ήθη αποτελούν ένα άλλο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Συνεχίζοντας τη βυζαντινή παράδοση, όπως άλλωστε και άλλοι Έλληνες, ικανοποιούνται με την τήρηση των τύπων. Παρά δε το γεγονός ότι από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα λειτούργησε Ακαδημία στον τόπο τους και κατά καιρούς σχολεία διαφόρων βαθμίδων, αμφισβητούν την αξία της μόρφωσης και θα κρατήσουν τα κορίτσια τους, κυρίως μακριά από αυτή. Αντίληψη στην οποία θα μείνουν προσηλωμένοι μέχρι και την δεκαετία του 1950. Αυτή η εμμονή στις απόψεις και η τυπολατρία – οι Σκοπελίτες αντιπαθούσαν «πάντα νεωτερισμόν»  πάλι κατά τον Κ. Λιβανό- τους έκαμαν πιστούς τηρητές της αντίληψης, που θέλει τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και υποταγμένη στον άντρα – αφέντη.
  Το πόσο η Σκοπελίτισσα υπάκουε στον πατέρα – αρχηγό του σπιτιού φαίνεται από την ζωή των κοριτσιών και τον τρόπο που παντρεύονταν. Αυτά δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα και έμεναν αυστηρά περιορισμένα στο σπίτι. Επειδή θεωρούσαν επί πλέον, πολύ μεγάλη ντροπή την ενασχόληση της γυναίκας με τις αγροτικές εργασίες – μόνο οι πολύ φτωχές πήγαιναν στα κτήματα – διοχέτευσαν όλη τη δραστηριότητά τους στα χειροτεχνικά έργα.

  Το αποτέλεσμα: αντικείμενα που χαρακτηρίζονται ως προϊόντα χειροτεχνίας να μην είναι έκφραση μιας λαϊκής υποτέχνης, αλλά η ίδια η τέχνη, που αναπαράγεται και εισάγεται στην καθημερινή ζωή, στα αντικείμενα του σπιτιού για την καθημερινή αισθητική απόλαυση. Στη Σκόπελο η καλλιτεχνική απόλαυση της φύσης και η απόλαυση του αντικειμένου κοινής χρήσης, που το σέβονται και το προσέχουν με θρησκευτική ευλάβεια, δημιουργούν τον ίδιο τύπο συγκίνησης. Έτσι η Σκοπελίτισσα νοιώθει την ίδια αισθητική απόλαυση είτε κοιτάει ένα τοπίο, που ξέρει θαυμάσια να το αξιολογεί , είτε κρατάει στα χέρια της ένα λεπτά επεξεργασμένο εργόχειρο που προορίζεται, για να στολίσει το σπίτι της. Πώς να μην βγάλουν, λοιπόν, από τα χέρια της αριστουργήματα;


  Ο κύριος του σπιτιού, ο πατέρας ή ελλείψη αυτού, ο μεγαλύτερος αδερφός τους διάλεγε τον άντρα που θα παντρευόταν.  Τη γνώμη τους σπάνια τους ζητούσαν και σχεδόν ποτέ τη συγκατάθεση τους. Οι γάμοι από έρωτα σπάνιοι για να μην πούμε ανύπαρκτοι. Προϋπόθεση δε απαραίτητη για έναν γάμο ήταν και οι δύο μελλόνυμφοι να προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη.

  Όπως δε ήταν αυστηρά ιεραρχημένοι η κοινωνία,  οι νέοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων έρχονταν σε γάμου κοινωνία μόνο με όμοιους τους και αλλοίμονο  σε κείνον που θα τολμούσε να παραβεί την αρχή αυτή.  Το αποτέλεσμα πολλοί νέοι και κυρίως νέες να προτιμούν την αγαμία παρά το να εκπέσουν σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Η εντοπιότητα δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση στον γάμο. Αντίθετα πολλά συνοικέσια  γινόντουσαν και μεταξύ μη Σκοπελιτών αρκεί να πλήρωναν την προϋπόθεση αυτή.

  Μια άλλη προϋπόθεση για το γάμο των κοριτσιών ήταν να διαθέτουν ένα τέλεια εξοπλισμένο σπίτι και τουλάχιστον ένα ελαιώνα και ένα αμπέλι. Η συνήθεια αυτή πολλούς γονείς των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων πολλές φορές τους έφερνε σε απόγνωση, κυρίως κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, απόγνωση που κορυφώθηκε με την υποχρέωση των γονιών να προικίζουν και με χρήματα (τράχωμα)  τις κόρες τους.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις αποτέλεσαν του βασικούς λόγους της αγαμίας, κυρίως των κοριτσιών σε τέτοιο βαθμό ώστε ειδικά η Σκόπελος να θεωρείται το νησί με τις «γεροντοκόρες». Θα ήταν όμως παράλειψη , αν δεν αναφέραμε και μια Τρίτη αιτία αγαμίας, τη λειψανδρία, που κατά καιρούς την προκαλούσαν διάφοροι λόγοι, με κυριότερο τη μετανάστευση του αντρικού πλυθησμού «ξενιτεμό», όπως συνήθισαν να την ονομάζουν, πρώτα στις παραδουνάβιες χώρες και μετά στην Αμερική.


Με την εξεύρεση του γαμπρού γινόταν και η συμφωνία για την προίκα.  Η δε μνηστεία που πολλές φορές ήταν ιερολογημένη, δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στους μνηστευμένους και η αθέτηση λόγου ήταν μεγάλη ντροπή. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, τόσο όσο χρειαζόταν για τις απαραίτητες προετοιμασίες, οριζόταν και η ημερομηνία του γάμου, που γινόταν στο σπίτι, «προίκα», της νύφης και ημέρα Κυριακή, ενώ δύο μέρες πριν είχε προηγηθεί η σύνταξη του προικοσυμφώνου.
  Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς εύκολα ότι η πολυτέλεια και η λάμψη της γαμήλιας ημέρας ήταν ανάλογη με την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των οικογενειών του γαμπρού και της νύφης. Το σπίτι, ο εξοπλισμός του και η ενδυμασία είχαν ως σκοπό να εκφράσουν την ευημερία της πατρικής οικογένειας της κόρης που θα τη φορούσε, γιατί έτσι αναμετριέται με τις άλλες πλούσιες οικογένειες, επιβάλλεται στην οικογένεια του νυμφίου και θαμπώνει τους κοινωνικά κατώτερους. Οι ειδικοί που επιστρατεύονταν, για να την εκτελέσουν, (ράφτρες, κεντήστρες κτλ)  δεν μπορούσαν να εκφραστούν με ελευθερία μέσα από το έργο  τους και εξαντλούσαν όλη την ικανότητα τους στο να εκτελέσουν άψογα όλες τις υποδείξεις των παραγγελιοδοτών, ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένα πρότυπα.    
  Τα πρότυπα αυτά επειδή ήταν βασισμένα στην παράδοση και τη συντηρητικότητα δεν άφηναν περιθώρια για γρήγορες εντυπωσιακές αλλαγές-εκτός αν υπήρχαν λόγοι εξαιρετικής ανάγκης- περνούσαν δε και στις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις, γιατί οι γυναίκες ζώντας σε αυστηρή συντηρητική κοινωνία με το να μιμούνται μηχανικά η μία την άλλη και να φορούν ομοιόμορφα ενδύματα ένοιωθαν σιγουριά και άνεση.  

   
Έτσι ενώ οι ενδυμασίες είναι ομοιόμορφες, μπορεί να παρατηρήσει κανείς διαφοροποιήσεις στα διακοσμητικά μοτίβα των διαφόρων εξαρτημάτων τους και κυρίως στον τρόπο κατασκευής τους, που εκτός από την οικονομική επιφάνεια των οικογενειών των γυναικών, φανερώνουν τόσο την καλαισθησία όσο και την επιδεξιότητα των εκτελεστών της. Και ενώ οι πλούσιοι κατά τη Νέλλη Λαγάκου, πάνω στις βαρύτιμες φορεσιές αποταμίευαν τον πλούτο τους με πολύτιμα υφάσματα, κεντήματα, κοσμήματα ακόμη και διάφορα νομίσματα, τα κορίτσια των φτωχών κατά Τον Αλ. Παπαδιαμάντη «καμάρωναν και φέρουσαι στολισμόν πολυτελή, καρπόν πολλής νηστείας και οικονομίας». Ας σημειώσουμε εδώ ότι δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κορίτσια δανείζονταν τη νυφική φορεσιά τους ή εξαρτήματα της και αυτό διότι ήταν πάρα πολλοί αυτοί που βρίσκονταν σε αδυναμία  προκειμένου να καλύψουν το κόστος τους.

  Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ απο τις πιο αξιόλογες της Ελλάδας, όπως συναντάμε διαμορφωμένη στα 1840 – είναι μια φορεσιά πάρα πολύ συντηρητική, τυπική,  επιδεικτική και καθόλου πρακτική. Τη χαρακτηρίζει η αγάπη της πολυτέλειας και των πολύτιμων υλικών, μια αγάπη που αποτελεί απόηχο των αισθητικών αντιλήψεων των Βυζαντινών σε συνδυασμό με το αναγεννησιακό πρότυπο της Δύσης από τα οποία είναι επηρεασμένη, και που πάει γάντι στα αυστηρά ήθη, την τυπολατρία, το συντηρητισμό και τον φιλόπρωτο χαρακτήρα των Σκοπελιτών. Και ήταν οι λόγοι αυτοί που ανάγκασαν την Σκοπελίτισσα να ντυθεί μεν σαν βασίλισσα, να κλείσει όμως ερμητικά το σώμα της σε ατελείωτους πήχεις πτυχωτού υφάσματος λες και ντρεπόταν ή φοβόταν γι’ αυτό. 
  
 Επί πλέον, η ενδυμασία αυτή είναι εκφραστική και ενός ορμητικού πάθους και δυνατού συναισθήματος – γιατί ας μη γελιόμαστε, ο νησιώτικος κόσμος είναι προ παντός κόσμος του πάθους και του συναισθήματος- ενός πάθους όμως και συναισθήματος που πρέπει να είναι καταχωνιασμένα βαθιά και συγκρατημένα.  Είναι δηλωτική της αισθητικής κατηγορίας του υπέροχου σε καμία όμως περίπτωση αυτή του χαριτωμένου. Σε αυτήν κυριαρχεί η αίσθηση  των αστραφτερών, των καθαρών και έντονων χρωματικών αντιθέσεων (πράσινο – κόκκινο στο κόκκινο φόρεμα και άσπρο – κόκκινο, πράσινο και κίτρινο στο μόρικο) , όπως έντονα καθαρά και αστραφτερά είναι τα χρώματα του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού τους.

Επιμέλεια Σπυριδούλα Μπετσάνη  Σκόπελος 10/2018

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένας σιωπηλός καλλιεργητής στην Σκόπελο - Παναγιώτης Καμπακούμης απο την Τένεδο.

Θρησκευτικές Εορτές του Δεκεμβρίου στην Σκόπελο - Αρχείο Εφημερίδας "ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ 1973"

ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1952-2020) - Όπως τον γνώρισα....Yona Stamatis και βίντεο