Η ΣΚΟΠΕΛΙΤΙΚΗ ΒΡΑΚΑ

 

Η Ανδρική Παραδοσιακή Φορεσιά της Σκοπέλου




Η κύρια ανδρική ενδυμασία της Σκόπελου ήταν η βράκα, μια βράκα όμως αρκετά διαφορετική απο αυτή των άλλων νησιών του Αιγαίου. Η σκοπελίτικη βράκα έδενε κάτω απο το γόνατο, ήταν μεγάλη και φούσκωνε εμπρός και πίσω. Άλλοτε έβαζαν ένα μαξιλαράκι στο πίσω μέρος. Απο μέσα φορούσαν ένα μικρότερο βρακί άσπρο για να φουσκώνει.



Έτσι η σκοπελίτικη βράκα δεν μοιάζει ούτε με τη σκυριανή ούτε με την κρητικιά. Αποτελείται απο πολλές πήχες ύφασμα. Το χρώμα της ήταν μπλε (καθημερινή) και σκούρο καφέ ή μαύρο (επίσημη). Το τσόχινο ύφασμα το άλειφαν με κερι και του έκαναν πιέτες. Αντί για μπότες οι Σκοπελίτες φορούσαν πάντοτε κάλτσες άσπρες, σκέτες ή με κεντήματα και παπούτσια δύο ειδών.



Το συνηθέστερο ήταν το παντοφλέ μαύρο με στρόγγυλη μύτη, χωρίς τακούνι, λουστρίνι. Το άλλο φαίνεται επηρεασμένο απο την ανδρική ενδυμασία της ηπειρωτικής Ελλάδας. Έμοιαζε με τσαρούχι, ήταν σηκωμένο μπροστά αλλά με τετράγωνη μύτη χωρίς φούντα. 

Όταν την φορούσαν τις απόκριες πια, φορούσαν κεντημένες παντόφλες, κεντημένο φέσι και κεντημένο μαντίλι (ζωνάρι).

Στη μέση έδεναν τη βράκα με ένα χοντρο σκοινί. Απο πάνω έφερναν βόλτες το ωραίο πολύχρομο ζωνάρι που το ύφαιναν στον αργαλειό ή το έφερνα απο τη Ρουμανία (Βραϊλα). Άλλοτε ήταν κεντημένο στο χέρι. Στις δύο άκρες είχε κρόσσια. Το άφηναν να κρέμεται απο τη μια άκρη στο πλάϊ. (Ωστόσο σε παλιές φωτογραφίες το ζωνάρι δεν κρέμεται, ενδεχομένως να ίσχυαν και τα δύο).


Από μέσα φορούσαν άσπρο πουκάμισο με ή χωρίς γιακά με μακρυά μανίκια. Μπροστά ήταν κλειστό. Το γιλέκο συνήθως ήταν κοντό και είχε διάφορα χρώματα (μπλε, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο κλπ). Πάντοτε είχε ωραία χρυσά κεντήματα, που τα έφτιαχναν γυναίκες στο νησί. Τη βράκα και το γιλέκο το έφτιαχναν ειδικοί ράφτες. Το γιλέκο ήταν σταυρωτό ή μονόπετο. Στο πίσω μέρος ήταν μονοκόμματο ή ανοιχτό και έδενε με σχοινάκια για να μπορεί να το φοράει ακόμα και αν πάχαινε αυτός που το είχε. Άλλοτε το κούμπωναν μπροστά και άλλοτε το άφηναν ανοιχτό.

Στο λαιμό έβαζαν ένα είδος παπιγιόν ή τίποτα. Άλλοι όμως φορούσαν ένα μαντήλι που το έδεναν μπροστά. Στο αριστερό μέρος του γιλέκου οι μερακλήδες καρφίτσωναν ένα μαντήλι, που κρεμόταν μέχρι κάτω. Οι παληκαράδες κρεμούσαν στο ένα αυτί σκουλαρίκι.


Στη μέση φόραγαν τα τσαπράκια, τα γνωστά τσαπράζια της φουστανέλλας. Εκεί έβαζαν οι παλιοί μπαρούτι. Άλλο απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν η κεντητή κανποσακούλα, που την κρεμούσαν στο γιλέκο. Χαρακτηριστικό είναι οτι η σκοπελίτικη βράκα δεν ήταν πολεμική φορεσιά γι' αυτό και οι βρακοφόροι δεν έβαζαν ποτέ πιστόλες και μαχαίρια στο ζωνάρι.

Πολύ πλούσια είναι τα κεντήματα σε μερικά γιλέκα. Με χρυσή κλωστή έφτιαχναν πραγματικά αριστουργήματα. Είναι αξιοσημείωτο οτι ενώ στα κεντήματα της γυναικείας φορεσιάς υπάρχει τυποποιήση στα θέματα, στην ανδρική φορεσιά βλέπουμε πολλά διαφορετικά σχέδια.



Πάνω απο το γιλέκο φορούσαν ένα είδος σακακιού την “τσάκα”. Είχε μακρυά μανίκια, ήταν κοντή και δεν κούμπωνε μπροστά. Ήταν κεντημένη ή σκέτη. Στο πίσω μέρος ήταν κοντύτερη για να φαίνονται τα κεντήματα του γιλέκου.

Πάνω απο την τσάκα φορούσαν το χειμώνα την κάπα, βαρύ ρούχο, μαύρου χρώματος συνήθως. Εκτός απο το κεντητό γιλέκο και την τσάκα, που τα φορούσαν τις γιορτές, είχαν αλλο πιο απλό γιλέκο για τις καθημερινές.


Το φέσι ήταν συνήθως μεγάλο και τσακιστό και η φούντα έπεφτε μπροστά. Υπήρχαν όμως και άλλοι τύποι φεσιών, που τα φορούσαν τις καθημερινές, στις διάφορες δουλειές. Το κωνικό φέσι χωρίς φούντα που μοιάζει με το τούρκικο, το φορούσαν οι εργάτες στα κτήματα.

Χαρακτηριστική ήταν η στάση των βρακοφόρων με το αριστερό χέρι διπλωμένο μπροστά στη μέση και το δεξί κάτω.

Φαίνεται οιτι οι άνδρες έβγαλαν πολύ γρήγορα την παλιά τους φορεσιά και επιδοκίμασαν τον φράγκικο τρόπο ντυσίματος. Ενώ οι γυναίκες της Σκοπέλου έως το 1960 περίπου φορούσαν την παραδοσιακή φορεσιά για να παντρευτούν, οι άνδρες απο τις αρχές του 20ου αιώνα φορούσαν κοστούμι και γραβάτα.



Η πιο παλιά βράκα της Σκοπέλου, ανήκε στον Μήτσο Βλαχάκη. Τη φορούσε ο προπάππους του Δημήτριος Βλαχάκης, τσοπάνης που ήρθε στο νησί απο τη Βόρεια Έυβοια. Με τη φορεσιά αυτή παντρεύτηκε. Έζησε γύρω στο 1850.

Αρκετοί παλιοί Σκοπελίτες φορούσαν και φουστανέλλα, είτε επειδή κατάγονταν απο την ηπεριωτική Ελλάδα είτε επειδή επιδοκίμαζαν το είδος αυτό της ενδυμασίας. Περίφημος ήταν ο γέρο – Ταμπακτσής, ο επονομαζόμενος Τζαβέλλας, που φορούσε στα νιάτα του φουστανέλλα. Ήταν επίσης η φουστανέλλα συνηθισμένη φορεσιά για τις Αποκριές.



Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας είχαν διαμορφωθεί στο νησί διάφορες κοινωνικές τάξεις. Οι πλούσιοι κτηματίες και πλοιοκτήτες φορούσαν πάντα την καλή βράκα. Οι εργάτες που δούλευαν στα κτήματα φορούσαν μια πρόχειρη βράκα, φέσι χαμηλό κωνικό και ένα είδος παπουτισών, που το έλεγαν ποδεσιά. Μπροστά έχουν μύτη σαν τσαρούχι και γύρω τρύπες που περναν λουρί και το δένουν γύρω απο το πόδι. Με αυτό φορούσαν δύο κάλτσες μια απο μέσα λεπτή κόκκινη συνήθως και άλλη απ' έξω χοντρή άσπρη, χωρίς πέλμα. Τις κυριακές όταν πήγαιναν στην εκκλησιά φόραγαν κεντητές κάλτσες. Η μάλλινη εξωτερική κάλτσα προστάτευε το πόδι απο το πληγιασμα της ποδεσιάς. Τέτοια φορούσαν και μερικοί τσοπάνηδες, οι οποίοι σήκωναν το παντελόνι για να φαίνεται η κάλτσα και τα λουριά.

Οι αγωγιάτες της Σκοπέλου κυκλοφορούσαν με βράκες και ποδεσιές ή τσόχινα παντελόνια και με ένα ζωνάρι στη μέση, απ' όπου κρεμούσαν το “καμούτσι”.



Η μαρτυρία της καταστροφής της βράκας στη Σκόπελο.

Η Ουρανία Καρβέλη απο τη Γλώσσα διηγήθηκε ένα περιστατικό το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της βράκας της Σκοπέλου. Αυτό συνέβη στου Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μετά τον βομβαρδισμό του Ελλήσποντου απο το ελληνικό θωρηκτό “Αβέρωφ”, κατάφεραν να ξεφύγουν απο τον αποκλεισμό δύο τουρκικά πλοία, που απειλούσαν να βομβαρδίσουν τα ελληνικά νησιά. Τότε η κυβέρνηση διέταξε να γίνεται συσκότιση κάθε βράδυ στα σπίτια και οι Γλωσσώτισσες για να καλύψουν τα παράθυρά τους χρησιμοποιήσαν το άφθονο ύφασμα της βράκας. Έτσι τις κατέστρεψαν, ήταν βέβαια η εποχή όπου η βράκα είχε πάψει να φορειέται και βρισκόταν στο σεντούκι.


Η πιθανή προέλευση της Βράκας και η καθιέρωση της ως νησιώτικη ενδυμασία.




Πρώτη εκδοχή



Η βράκα φορέθηκε ως κύριο ένδυμα των ανδρών των νησιών της Ελλάδας και θεωρείται Βενετσιάνικο κατάλοιπο. Η λέξη Βράκα , προέρχεται από τη Λατινική bracca, (στα ελληνικά λεγόταν αναξυρίς και αφού τη φορούσαν κυρίως οι νησιώτες - πληθυσμοί δηλαδή που είχαν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα υπό την εξουσία της Βενετίας– προφανώς το όνομα του ενδύματος επηρεάστηκε από αυτούς αφήνοντας οριστικά το αναξυρίς. Βέβαια οι Ισπανοί την αποκαλούσαν gregüescos και οι Γάλλοι gregesque, λέξεις που προέρχονται από το Βενετικό grechesco, και σημαίνουν «όπως οι Γραικοί».



Δεύτερη εκδοχή




Η βράκα κατά την τουρκική κατάκτηση, υπήρχε ήδη, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σ' άλλα νησιά, στο παράλια της Πελοπονήσσου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και της Θράκης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει, ίσως, να πούμε πως η βράκα μεταδόθηκε από ναυτικούς, και τέτοιοι ήταν οι Αλγερινοί κουρσάροι, που είχαν καταντήσει η μάστιγα της Μεσογείου.

Η βράκα των κουρσάρων καπετάνιων των λαθρεμπόρων και των πλουσίων εμπορευμένων ήταν από τσόχα με πλούσια κεντήματα. Συνοδευόταν από γιλέκο ή φέρμελα, φέσι με σαρίκι ή χωρίς σαρίκι, ζώνη φαρδιά, χαμηλές μπότες ή σκαρπίνια, με επίβλημα το μπουρνούζι ή το πολυτελές σάλι.

Αυτού του τύπου τη φορεσιά τη βλέπουμε αργότερα διαδεδομένη στη Μεσόγειο. Παραλλαγές της είναι η βράκα της Κρήτης, η βράκα των νησιών του Αιγαίου, η βράκα των Ελλήνων ναυτικών. (Τον 16ο αιώνα φοριέται στη Γαλλική Αυλή από τους ευγενείς και τα «Παιδόπουλα» ένα καινούργιο είδος που λέγεται Greques, δηλαδή βράκα ραμμένη κατά τη μόδα των Ελλήνων).

Γιατί όμως άφησαν οι Ελληνες ναυτικοί την παλιά φορεσιά και φόρεσαν τη βράκα των Αλγερινών κουρσάρων; Και πως διαδόθηκε και επικράτησε η βράκα όχι μόνο στα παράλια αλλά και στην ενδοχώρα της Κρήτης;

Οι Κρήτες και οι άλλοι ΄Ελληνες ναυτικοί κάτω από τους Βενετούς ταξίδευαν προς κάθε κατεύθυνση, τόσο σαν ιδιώτες όσο και σαν μισθωτοί ή αγγαρευόμενοι. Ταξίδευαν όμως πάντα με το φόβο των τρομερών Αλγερινών πειρατών, ιδίως από την εποχή του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα. Οι ιδιώτες μάλιστα ναυτικοί έχαναν εκτός από τη ζωή τους και τα εμπορεύματά τους και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που καταντούσαν σκλάβοι στη Μπαρμπαριά. Έτσι, για να μη φαίνονται από μακριά πως διαφέρουν παρέλαβαν, πιθανόν, το φέσι και τη βράκα των κουρσάρων, για να μπορούν να πλέουν ανενόχλητοι, τουλάχιστον μέχρι που να γίνει γνωστό το τέχνασμα.

Η μεταμφίεση δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για τα ναυτικά ήθη της εποχής, και έχομε μια σοβαρή μαρτυρία από έκθεση του Προβλεπτού Φραγκίσκου Μοροζίνη. Μετά τους ιδιώτες ναυτικούς ίσως δε και τους εμπορευόμενους των παραλίων, θα φόρεσαν τη βράκα κι οι «κατεργάρηδες», οι αγγαρευόμενοι, που στρατολογούνταν από τους Βενετούς σ' όλη την Κρήτη. Αυτοί και ίσως και οι απελευθερωμένοι σκλάβοι, επιστρέφοντας στα χωριά τους, θα εξακολουθούσαν να φορούν τη βράκα, για λόγους οικονομικούς, όπως έκαναν και λίγο παλαιότερα οι απολυόμενοι του στρατού, που μέχρι να αποκτήσουν πολιτικό κοστούμι φορούν τα ρούχα του στρατού.



Πηγές Κειμένων:

Αδαμάντιος Σάμψων, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών 1979 Τόμος Ε'

Δημήτρης Σταθακόπουλος “Περί Φουστανέλας και Βράκας ο Λόγος”

SCH.GR

Φωτογραφίες : Αδαμάντιος Σάμψων, Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών 1979 Τόμος Ε', Σοφία Βλαχάκη, Ελεύθερος Τύπος, Η Οικογένεια Βαλσαμάκη τον 19ο αιώνα.

Έρευνα, Επιμέλεια: Σπυριδούλα Μπετσάνη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το πανηγύρι του Σωτήρος στη Σκόπελο

Θρησκευτικές Εορτές του Δεκεμβρίου στην Σκόπελο - Αρχείο Εφημερίδας "ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ 1973"

Ένας σιωπηλός καλλιεργητής στην Σκόπελο - Παναγιώτης Καμπακούμης απο την Τένεδο.