ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1952-2020) - Όπως τον γνώρισα....Yona Stamatis και βίντεο



 Γράφει η Yona Stamatis Καθηγήτρια Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σπρίνγκφιλντ: 


Ο Παύλος Βασιλείου (1952-2020) – Όπως τον Γνώρισα


Εισαγωγή

Είναι λίγες οι γνωριμίες που κάνουμε και μας αλλάζουν την ζωή. Έτσι ήταν η δική μου η γνωριμία με τον κύριο Παύλο Βασιλείου, έναν άνθρωπο που μου έμαθε όχι μόνο για την μουσική, αλλά για ακόμα μεγαλύτερα θέματα: για την καλοσύνη, για την γενναιοδωρία, για την ανθρωπιά. Ο Παύλος ήταν φίλος, μουσικός, και άνθρωπος απ’τους λίγους. Ξεχώριζε απ’ την εξαιρετική του ρεμπέτικη φωνή, απ’το πρωτοποριακό του μαγαζί στην Αθήνα, την «Ρεμπέτικη Ιστορία», και απ’ το πάθος και τον σεβασμό του για το είδος.




Παρά τις γνώσεις και το ταλέντο του, ο Παύλος είχε μια ασύγκριτη σεμνότητα η οποία δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοσυγκρασίας, αλλά βασική ιδεολογία ζωής. Θυμάμαι όταν σαν φοιτήτρια από το πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν του πρωτοζήτησα την συναίνεσή του να γράψω το διδακτορικό μου για την καριέρα του. Η απάντησή του ήταν η εξής: «Να γράψεις. Αλλά θα γράψεις για την Ρεμπέτικη Ιστορία, όχι για μένα. Το μαγαζί έγραψε ιστορία, όχι εγώ. Δεν θέλει κανείς να μάθει τι έφαγα χθες το μεσημέρι.»


Τώρα όμως, ήρθε η ώρα να γράψω κάτι και για τον άνθρωπο που επίσης έγραψε ιστορία.



Ο Παύλος Βασιλείου γεννήθηκε στη Σκόπελο το 1952. Η σχέση του με την μουσική ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια ακούγοντας τον πατέρα του να παίζει μαντολίνο και να τραγουδάει, και να ψέλνει στις εκκλησίες της Σκοπέλου και της Αθήνας. Ο πατέρας του ο Γιώργος είχε μια εξαιρετική φωνή. Σαν μικρό παιδί, έτρεχε ο μικρός Παύλος στις εκκλησίες να ακούει την ψαλμωδία και να κρατάει το ίσο δίπλα στον πατέρα του και ύστερα δίπλα στους καλύτερους ψάλτες της Αθήνας. Έτσι ο Παύλος ήταν γαλουχημένος στους ήχους της Βυζαντινής μουσικής και οι γνώσεις του για το είδος ήτανε τεράστιες. Όμως, παρόλο που, λάτρευε την Βυζαντινή μουσική, άλλη θα ήταν η μουσική που θα του τράβαγε την ψυχή – τα λεγόμενα ρεμπέτικα – τα τραγούδια του αστικού λαού του περασμένου αιώνα– που περιγράφουν τις ευαισθησίες, τις δυσκολίες και τις κοινωνικές αδικίες του. Τα ρεμπέτικα για τον Παύλο ήταν η πιο σωστή μουσική έκφραση του πόνου του λαού, έναν πόνο που τον έζησε και τον είδε από κοντά στην Αθήνα. Και βέβαια, μουσικά, τα ρεμπέτικα είχαν άμεση σχέση με την Βυζαντινή μουσική.


Η Αθήνα





Από μικρό παιδί στην Αθήνα, ο Παύλος σπούδασε και ταυτόχρονα βγήκε στη βιοπάλη από τα 12. Εκεί ξεκίνησε η πολιτικοποίησή του. Η πιο έντονη εντύπωσή του σ’αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν οι φοβερές οικονομικές δυσκολίες του κόσμου γύρω του, η διαφθορά, και η έλλειψη κρατικής βοήθειας.


Έλεγε συχνά, «Όπως λέει το τραγούδι, ’Εκεί είδα της κοινωνίας τις διαφορές’»


«Δύο δρόμοι τη χωρίζουνε
την κοινωνία τούτη
και φέρνουν μαύρη συμφορά
η φτώχεια και τα πλούτη…»

- Βασίλης Τσιτσάνης




Μεγάλη επιρροή άσκησε η δουλειά που έπιασε στην οικοδομή, η οποία ήταν γι’αυτόν «ένα τέλειο φυτώριο για τις αριστερές πολιτικές ιδέες.» Όλη του τη ζωή, θυμότανε το σοκ που έπαθε όταν με το που έπιασε αυτή τη δουλειά, συνέλαβαν δύο συναδέλφους και τους στείλανε στην εξορία. Η δεύτερη μεγάλη επιρροή ήταν όταν έπιασε δουλειά στον εκδοτικό οίκο «Δάρεμα» στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, ανακάλυψε την φοβερή του αγάπη για το διάβασμα - διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του– και ειδικά ό,τι είχε σχέση με την Ελληνική ιστορία και την πολιτική επιστήμη. Αυτή η σύνδεση λοιπόν – η σκληρή δουλειά της οικοδομής, το διάβασμα, και η φοβερή δυστυχία του λαού γύρω του – δεν του άφησαν άλλη επιλογή παρά να συμμετέχει ενεργά στην πάλη της αριστεράς για την δικαιοσύνη.


Αυτή η ιδεολογία θα του καθόριζε όλη του την ζωή. Συνηθισμένη εικόνα, μετά από αρκετά χρόνια, ο Παύλος στις πορείες κουβαλώντας τα μικρά παιδιά του στους ώμους – και ο Παύλος στο μαγαζί του εντελώς αφοσιωμένος σε μια πολιτική κουβέντα μ’ένα γκρουπ φοιτητών, ή με καθηγητές πανεπιστημίου, μ’έναν οικοδόμο, μ’έναν ψαρά. Πάνω απ’όλα, πίστευε στην νέα γενιά και δεν άντεχε από κανέναν ούτε την άγνοια ούτε την αδιαφορία.


Η Ρεμπέτικη Ιστορία




Την ίδια εποχή σαν νέο παιδί στην Αθήνα, ανακάλυψε τα ρεμπέτικα. Δεν κυκλοφορούσαν τα τραγούδια τότε όπως σήμερα. Ο Παύλος άκουγε ρεμπέτικα από τα γραμμόφωνα που υπήρχαν στα καπηλειά και σε άλλα απλά μαγαζιά, και αργά την νύχτα στο ραδιόφωνο. Τέτοια εποχή, δεν υπήρχε μαγαζί στην Αθήνα αφιερωμένο στα ρεμπέτικα όπως υπήρχαν για την ροκ και άλλα είδη μουσικής. Η Ελλάδα τότε ήταν πνιγμένη σε ξενόφερτες μουσικές σαν τα Ινδοαράπικα τραγούδια. Τα ρεμπέτικα όχι μόνο δεν είχαν άμεση σχέση κοινωνικά και μουσικά με αυτές τις μουσικές που κυριαρχούσαν αλλά είχαν για τον Παύλο μια ξεχωριστή ποιότητα και στους στίχους και στην μουσική. «Τα ρεμπέτικα» έλεγε συχνά, «είναι η ακρόπολη της Ελληνικής μουσικής.» Μουσικά, ήταν βασισμένα σε δρόμους και ρυθμούς που τραβάγαν πιο πολύ από την Ανατολή και όχι τόσο φανερά από την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, τα ρεμπέτικα ήταν μια μουσική που ενσωμάτωνε και την πολιτική του άποψη χωρίς να είναι πολιτικά τραγούδια. Οι στίχοι περιγράφανε την απέραντη εξαθλίωση του λαού και αποδείκνυαν τις βασικές αδικίες του καπιταλιστικού συστήματος. Και πάνω απ΄όλα, ήταν μια μουσική που δεν είχε απ’τον κόσμο τον σεβασμό που άξιζε: κάποιοι την είχανε ξεχάσει, άλλοι δεν αναγνώριζαν την αξία της, και άλλοι λέγανε υπερβολές που δεν αντιπροσώπευαν το μουσικό είδος. Πως θα μπορούσε ο ίδιος να επηρεάσει την νέα γενιά να μάθει ν’αγαπάει τα ρεμπέτικα, και να ψάξουν και ν’ακούσουν τις παλιές ηχογραφήσεις;




Και έτσι του ήρθε η ιδέα να ανοίξει ένα μαγαζί στην Αθήνα αφιερωμένο στα ρεμπέτικα. Τα βράδια στην Αθήνα, ο Παύλος και οι παρέες του μαζευόταν σε μαγαζιά και παίζανε ρεμπέτικα τραγούδια στο τραπέζι. «Ο κόσμος δίπλα τρελαινόταν. Γεμίσανε τα τραπέζια γύρω μας με κεράσματα.» Τα καλοκαίρια γύρναγε ο Παύλος στην Σκόπελο και με την παρέα παίζανε ρεμπέτικα τραγούδια στα Δειλινά. Και πάλι, ο κόσμος τρελαινόταν. Ήταν ο Παύλος και η παρέα του που ξεκινήσαν αυτήν την φοβερή ρεμπέτικη παράδοση που υπάρχει στο νησί σήμερα.




Και έτσι, μαζί με τον φίλο και συμπατριώτη του τον Γιώργο Ξηντάρη, ανοίξανε την Ρεμπέτικη Ιστορία στην Αθήνα αρχές του 1980. Το μαγαζί το στήσανε σένα όμορφο νεοκλασικό κτήριο στην οδό Ιπποκράτους, κοντά στα Εξάρχεια και στο Πολυτεχνείο που μαζευόνταν πολλοί φοιτητές αυτήν την εποχή.




Για πάνω από 30 χρόνια, η Ρεμπέτικη Ιστορία ξεχώριζε από όλα τα άλλα μεταγενέστερα ρεμπετάδικα. Το μαγαζί ήταν σχεδιασμένο για ταπεινή και σεμνή ακρόαση. Ο Παύλος επέμεινε ότι ο κόσμος μπορούσε να έρθει όχι για τρελό ξεφάντωμα αλλά για ν’ακούει την μουσική, να πίνει το ποτό του, και να βγάζει τον πόνο του μ’ένα ζεϊμπέκικο. Απ’ τους μουσικούς του και απ’ την πελατεία του, ο Παύλος απαιτούσε απόλυτο σεβασμό. Δεν παραδεχόταν την παραμικρή ελευθερία που κάνουνε πολλοί σημερινοί μουσικοί και αλλάζουν τα τραγούδια ή στον ρυθμό, ή στην μελωδία, ή στον χαρακτήρα. Πόσες φορές κατέβαζε παιδιά από τα τραπέζια που είχαν ανεβεί να χορέψουν! Και πόσες φορές έδιωξε μουσικό που έφερε μαζί του τετράχορδο μπουζούκι αντί για τρίχορδο. Τον θυμάμαι ακόμα που έκοψε και τραγούδια στην μέση αν δεν ταίριαζε με το μαγαζί. Πολλοί πελάτες περιέγραψαν το μαγαζί σαν σχολείο. Και όντως ισχύει. Η Ρεμπέτικη Ιστορία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη πληροφόρηση του κοινού για τα ρεμπέτικα σε μια εποχή που δεν ήταν μόδα. Για πολλά χρόνια όχι μόνο γνώριζε επιτυχία το μαγαζί, αλλά περίμενε ο κόσμος έξω σε ουρά για να βρει τραπέζι.






Ο Παύλος ήταν πραγματικά σκληρός όσον αφορά τα ρεμπέτικα. Αλλά ήταν τρομερά συμπονετικός με τον κόσμο. Ήταν άνθρωπος που πάντα παρέβλεπε τις δικές του ανάγκες για να βοηθάει τους άλλους. Ένα δύο παραδείγματα αρκούν. Ένα βράδυ, ένας φοιτητής αρχαιολογίας από την Τουρκία ήρθε στο μαγαζί για πρώτη φόρα. Ο καημένος δεν είχε δραχμή ούτε για ποτό, ούτε για να γυρίσει στο σπίτι - αλλά είχε μια φοβερή λατρεία για τα ρεμπέτικα. Ο Παύλος όχι μόνο τον κέρασε ποτά, αλλά τον είδα που κρυφά τον έστειλε σπίτι με 50 Ευρώ στη τσέπη. Και αυτό σε εποχή κρίσης που όλος ο λαός υπέφερε. Και η συμπόνια που έδειξε και σε μένα ήταν απερίγραπτη. Ώρες και ώρες αφιέρωσε στην εκπαίδευσή μου για τα ρεμπέτικα, για τα Ελληνικά, για την ιστορία, και για τα πολιτικά. Την καριέρα που έχω σήμερα σαν καθηγήτρια πανεπιστημίου στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, την χρωστάω πολύ στον Παύλο. Και δεν ήμουν μια εξαίρεση. Πόσα νέα παιδιά πήραν και πήραν  από τον Παύλο ατελείωτα μαθήματα και βοηθήματα.



Ισως η πιο βασική εντύπωση μου για τον Παύλο, πέρα από το φοβερό του ταλέντο και την ατελείωτη συμπόνοια του, ήταν το καθαρό μάτι με το οποίο έβλεπε την ζωή. Όποιος τον γνώρισε, κατάλαβε γρήγορα ότι ο Παύλος έζησε αυτό που πίστευε, και  γι' αυτόν η μουσική και τα πολιτικά ήτανε ένα. Ο Παύλος δεν ήθελε ποτέ να ανακατέψει τα ρεμπέτικα – μια μουσική που αντιπροσωπεύει τις άδικες δυσκολίες του λαού - με το κέρδος και με τα λεφτά. Μπουρμπουάρ δεν δέχτηκε ποτέ, ούτε συμβόλαιο για να εκδόσει CD. Διώχνοντας τα κανάλια και τους δημοσιογράφους από το μαγαζί του, ο Παύλος απέφευγε κάθε ευκαιρία φήμης, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να παραμένει έξω από την δημοσιότητα. «Τα ρεμπέτικα δεν έχουν καμιά σχέση με το ξεφάντωμα που γίνεται στη τηλεόραση» έλεγε συχνά. «Και εμείς οι λεγόμενοι μουσικοί της δεύτερης γενιάς, δεν έχουμε καμιά δουλειά να κάνουμε ένα όνομα πάνω στην μουσική αυτή. Να βγω εγώ και να βάζω το όνομά μου πάνω στο όνομα του Μάρκου που έζησε και έγραψε αυτά τα τραγούδια; Είναι σαν να πάω στο Λούβρο και να γράψω το όνομά μου επάνω στον πίνακα του Van Gogh. Δεν το κάνεις.»


Η Αμερική



Όμως δεν γίνεται να μένει τέτοιο μουσικό ταλέντο κρυφό. Ακούγοντας τον Παύλο να τραγουδάει, είχαμε την εντύπωση ότι ακούγαμε μια παλιά ρεμπέτικη φωνή ζωντανά μπροστά μας. Η φωνή του θύμιζε τους παλιούς ρεμπέτες- τον Στράτο τον Παγιουμτζή, τον Νούρο, τον Νταλγκά. Και το ρεπερτόριο και οι γνώσεις του για το είδος τεράστια. Γρήγορα μάθανε για το ταλέντο του στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, και έτσι ξεκινήσανε πολλά ταξίδια στην Αμερική για περιοδεία και συναυλίες σε πολλές πολιτείες σε διάφορα πανεπιστήμια και σε άλλους πολιτισμικούς χώρους. Και γρήγορα,ο Παύλος έγινε γνωστός όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά τα τελευταία του χρόνια και στην Αμερική.




Σαν ξαφνικός πρέσβης των ρεμπέτικων στο εξωτερικό ο Παύλος δεν αποπλανιόταν από τις πεποιθήσεις του. Ο ρόλος του θα ήταν μόνο εκπαιδευτικός. Και έτσι συναυλίες έδινε μόνο σε πανεπιστήμια και σε Ελληνικές εκκλησίες που είναι το πολιτισμικό κέντρο για τους Έλληνες στο εξωτερικό. Και πάντα επέμεινε να μην είναι ο ίδιος το κέντρο της προσοχής αλλά η μουσική. Ένοπλος μ’έναν τζουρά, ταξίδευε την μισή Αμερική παίζοντας συναυλίες και δίνοντας διαλέξεις για τα ρεμπέτικα. Η ανταπόκριση της Ελληνικής κοινότητας της Αμερικής ήταν συγκινητική. Και η αναγνώριση από το Αμερικάνικο κοινό απρόβλεπτη και εντυπωσιακή. Από το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν πήρε το βραβείο King, Chavez, Parks, Visiting Professor για την προσφορά του στην Ελληνική μουσική. Και το Πανεπιστήμιο του Ιλλινοίς Σπρίγκφιελντ χρηματοδότησε ένα CD με τον Παύλο να τραγουδάει για το πανεπιστημιακό αρχείο στο οποίο τραγουδά και ένα τραγούδι η κόρη του Χρυσάνθη ¨Το ρολογάκι". Και άλλα.

                                                      Το cd


Η Σκόπελος



Το 2014, μετά από 32 χρόνια ο Παύλος έκλεισε την Ρεμπέτικη Ιστορία, αυτό το ναό για τα ρεμπέτικα, και γύρισε στην πατρίδα. Έτσι, τελείωσε την επαγγελματική του πορεία ακριβώς εκεί που την ξεκίνησε. Tα τελευταία του χρόνια τα πέρασε στη Σκόπελο, στo νησί που το αγαπούσε και που το ήξερε απέξω. Πόσο συχνά μίλαγε για την όμορφη παράδοση του, για την ξεχωριστή πρασινάδα του, για τον αγαπημένο του Αγνώντα που ψάρευε με το όμορφο του καΐκι. Το σπίτι του, που το έφτιαξε ο ίδιος, έβλεπε την θάλασσα και όλη την Σκόπελο από ψηλά. Ο Παύλος το έλεγε τον ησυχαστήριό του.



Όμως όσο αγαπούσε το νησί, οι δύο μεγαλύτερες αγάπες τις ζωής του ήταν τα παιδιά του για τα οποία μίλαγε με ατελείωτη αγάπη και περηφάνεια. Ο γιος του ο Γιώργος που έχει την καλοσύνη και joie de vivre του πατέρα του τώρα σπουδάζει εφαρμοσμένα μαθηματικά στο Πολυτεχνείο. H κόρη του η Χρυσάνθη ακολουθεί τα μουσικά βήματα του πατέρα της- είναι εξαιρετικός μουσικός όχι μόνο στο τρομπόνι και στο βιολί - αλλά και στο μπουζούκι, στη φωνή (που θυμίζει πολύ την Γεωργακοπούλου), και στην κιθάρα. Φέτος ξεκινάει και πτυχίο μουσικολογίας.


Επίλογος

Ο Παύλος Βασιλείου. Φίλος, μουσικός, και άνθρωπος απ΄τους λίγους. Πως να γράψω για έναν τέτοιον άνθρωπο; Τα λόγια είναι φτωχά.




Έτσι κλείνω με τα λόγια αλλουνού – με μία συγκεκριμένη φράση απ΄το τελευταίο βιβλίο που διάβαζε ο Παύλος  με τίτλο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση. Η Μαζική Απεργία» της Ρόζα Λούξενμπουρκ.


«Αυτοί που δεν κινούνται, δεν παρατηρούν τις αλυσίδες τους.»

Ο Παύλος ήταν άνθρωπος που δεν δεχόταν καμιά αλυσίδα.

Παύλο, τώρα που έσπασες και τις θνητές αλυσίδες , ήρθε η ώρα για μας που γίναμε όλοι λίγο πιο φτωχοί, να ακολουθούμε το παράδειγμα το δικό σου: να σεβόμαστε τα ρεμπέτικα, να νιώθουμε τον πόνο του αλλουνού, να δίνουμε αντί να παίρνουμε, και να μένουμε πάντα πολιτικά δραστήριοι. Και βέβαια να ζούμε με πάθος, να γελάμε, και να γλεντάμε. Ευχαριστώ Παύλο που υπήρξες παράδειγμα. Το κενό που άφησες δεν γεμίζει.


ΒΙΝΤΕΟ

ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


“Tradition Heard: Episode 1” ένα σύντομο βίντεο για την “Ρεμπέτικη Ιστορία” από τον σκηνοθέτη της Νέας Υόρκης Ορέστη Τσονόπουλο.


Θερμά ευχαριστώ στην Yona Stamatis γι' αυτό το γεμάτο συναισθήματα και αναμνήσεις κείμενο αφιερωμένο στη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία του Παύλου Βασιλείου.

Οι φωτογραφίες είναι απο την προσωπική σελίδα του Παύλου Βασιλείου στο facebook.

Επιμέλεια Σπυριδούλα Μπετσάνη.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ένας σιωπηλός καλλιεργητής στην Σκόπελο - Παναγιώτης Καμπακούμης απο την Τένεδο.

Θρησκευτικές Εορτές του Δεκεμβρίου στην Σκόπελο - Αρχείο Εφημερίδας "ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ 1973"