Ο Κύριος Στέλιος Κορέντης, υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη και ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών απο τις λίγες, που υπάρχουν πλέον στο νησί. Η κόρη του Ράνια με ενημέρωσε οτι << δεν θυμάται καλά και δεν ξέρω αν θα σε βοηθήσει>>, τελικά αυτό, που διαπίστωσα ήταν οτι ο μπάρμπα Στέλιος θυμάται καλύτερα και απο εμένα.
Οι Αγωγιάτες και Οι Ρετσινάδες
Στέλιος Κορέντης
{Ποτέ μου δεν σε λησμονώ και αν πάγω σ' άλλα μέρη θα σε ενθυμούμαι πάντοτε γλυκό μου περιστέρι} Στ. Κορέντης
Τα χρόνια κυλούν και οι κοινωνίες αλλάζουν. Στο διάβα τους, σβήνουν συνήθειες, επαγγέλματα και ανθρώπους. Επαγγέλματα που συντήρησαν και έθρεψαν οικογένειες και κοιμούνται στη λήθη του παρελθόντος, όπως οι αγωγιάτες και οι ρετσινάδες.
Και είναι αυτό το αφιέρωμα ένας μικρός φόρος τιμής προς τους αγωγιάτες, που εξυπηρέτησαν σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες το νησί αλλά και προς τους ρετσινάδες, που μέσα απο την σκληρή τους εργασία συνέβαλλαν στην προστασία του σπάνιου και απέραντου πευκοδάσους της Σκοπέλου.
Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αφήγηση του μπάρμπα Στέλιου:
Οι Ρετσινάδες
η διδαδικασία...........
Κάθε 15 του Μάρτη οι ρετσινάδες, έμπαιναν μέσα στο δάσος. Η δουλειά απαιτούσε αρκετή προετοιμασία καθώς πολλές φορές έπρεπε να ανοίξουν δρόμο προς τα πεύκα που θα εκμεταλλεύονταν. Έπειτα, έκαναν μια χαρακιά στα πεύκα και στη συνέχεια αφού αυτό άρχιζε να "δακρύζει" (το ρετσίνι), πελεκούσαν την φλούδα και τοποθετούσαν το "κουβούλι", όπου θα συλλεγόταν το ρετσίνι. Όταν αυτό γέμιζε, το άδειαζαν σε δοχεία, τα οποία μετέφεραν οι αγωγιάτες με τα ζώα τους σε ειδικές στέρνες που υπήρχαν στον Πάνερμο, στον Αγνώντα, αλλά και στα λιμάνια της Σκοπέλου και του Λουτρακίου. Η διαδικασία αυτή έληγε τον Οκτώβρη.
οι εμπόροι και οι ιδιοκτήτες........
Οι περισσότερες δασικές εκτάσεις στην Σκόπελο ήταν ιδιόκτητες και έτσι ο έμπορος τις νοίκιαζε απο τον ιδιοκτήτη. Δύο ήταν οι έμποροι ο Μελαδιώτης στην Σκόπελο, που είχε και λάκκα στο <<Αυγέρι>>, την μέχρι σήμερα γνωστή "Λάκκα του Μελαδιώτη" και ο Κουτσούβελος στη Γλώσσα. Ο Μελαδιώτης ήρθε απο την Εύβοια, απο τόπο, όπου είχε την πρωτιά στα ρετσίνια για να εκμεταλευτεί το απέραντο πευκοδάσος της Σκοπέλου και τελικά παντρεύτηκε και έμεινε για πάντα εδώ. Το ρετσίνι έθρεψε γενιές και γενιές αφού η εργασία αυτή διαρκούσε 7 μήνες, ερχόντουσαν εργάτες και απο την Εύβοια και την Αλόννησο.
η συμβολή τους στην προστασία των δασών..
Οι ρετσινάδες όμως πέραν της εργασίας τους είχαν και μεγάλη συμβολή μέσω αυτής, στην προστασία των πεύκων γιατί εκτός απο την αρκετούς μήνες παρουσία τους στο δάσος, άνοιγαν μονοπάτια για την μεταφορά του ρετσινιού και καθάριζαν τον χώρο γύρω απο το δέντρα, προφυλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, απο τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς και ελαχιστοποιώντας την εξάπλωση της.
Οι Αγωγιάτες
ο πατέρας......
Ο πατέρας μου δεν είχε δυνατότητα να μας σπουδάσει παρόλο που τα γράμματα τα "παίρναμε". Συγκεκριμένα τον μεγάλο μου αδερφό, που ήταν άριστος μαθητής και του έδινε υποτροφία το Κράτος για να σπουδάσει, δεν τον άφησε, φοβήθηκε στην σκέψη μήπως γίνει "μεγάλος και τράνος" και δεν θέλει τον πατέρα του, που φορά τσαρούχια. Από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, απο επτά ετών, δεν γνώρισα τίποτα άλλο στη ζωή παρά να δουλεύω, δεν παντρεύτηκα νέος, υπήρχαν αδερφές, αν είχες φιλότιμο έπρεπε πρώτα τις αδερφές να αποκαταστήσεις, να τις φτιάξεις σπίτι, να τις δώσεις και ένα κτήμα, και μετά να κοιτάξεις την προσωπική σου αποκατάσταση.
η εργασία.....
Έγινα αγωγιάτης, δηλαδή είχα το μουλαράκι μου και μετέφερα ανθρώπους και υλικά σε διάφορους προορισμούς, ήμουν το ταξί της εποχής αφού τότε δεν υπήρχαν μεταφορικά μηχανοκίνητα μέσα ακόμα. Ξεκινούσα απο το σπίτι μου και κινούσα για τον "Καλόγερο", δύο ώρες διαδρομή και αν το ζώο ήταν φορτωμένο τότε έπρεπε να περπατήσω ως εκεί για να πάρω μια αμοιβή 20 δραχμών. Το ζώο κουβαλούσε στις πλάτες τους απο ανθρώπους έως έναν τενεκέ ασβέστη. Μεταφέραμε και τα ρετσινία όπως προείπα απο τα δάση στις στέρνες και στα λιμάνια για εξαγωγή, όπως και τα σταφύλια απο το κάθε αμπέλι την εποχή του τρύγου και φυσικά και τις ελιές απο τα κτήματα στα ελαιοτριβεία.
οι μεταφορές.....
Πολύ κόσμο μεταφέραμε στα πανηγύρια στην "Αγία Τριάδα" στον Καλόγερο, στον "Άγιο Ταξιάρχη τον Βάτο", στον "Άγιο Ιωάννη στην Σκληρή", γινόταν γλέντι μεγάλο με τραπεζαρίες, κρασιά, μαντολίνα, βιολιά και λαβούτα, πλήρωνε δηλαδή ο κόσμος για να πάει. Την εποχή εκείνη εκτός απο τις μεταφορές υλικών και ανθρώπων μεταφέραμε και την προίκα της νύφης ή του γαμπρου και εμένα με προτιμούσαν διότι η μητέρα μου είχε κάνει πέντε γιούς στη σειρά. Τότε προτιμούσαν τους γιούς γιατί έφερναν στο σπίτι λεφτά και προίκιζαν τις αδερφές. Στολίζαμε το μουλάρι με χαϊμαλιά και ένα γαρύφαλλο ή ζουμπούλι στο αυτί, τοποθετούσαμε και ένα όμορφο υφαντό κιλίμι σην σέλα και κάναμε την γαμήλια μεταφορά.
η "έξοδος" απο την Χώρα.....
Το 1968 περίπου η Κυβέρνηση, μας έδιωξε μέσα απο τον οικισμό γιατί είχαμε τα ζώα, δεν διαφωνώ βέβαια με αυτήν την απόφαση, δεν είναι ωραίο να κοιμάσαι και δίπλα να είναι το ζώο. Αναγκάστηκα και αγόρασα κτήμα για να στεγάσω το μουλάρι και έπειτα έχτισα εκεί και το σπίτακι μου για να μην πηγαινοέρχομαι.
ο τουρισμός.....
Το 1970 άρχισε δειλά δειλά ο τουρισμός, δεν υπήρχαν βέβαια πολλοί ξένοι καμιά δεκαριά. Το 1975 παρατασσόμασταν στη σειρά στα τουριστικά πρακτορεία με στολισμένα τα μουλαράκια μας και περιμέναμε τους τουρίστες να τους μεταφέρουμε στα μοναστήρια και οπουδήποτε αλλού επιθυμούσαν.
η κοινωνική ζωή ......
Όταν δεν είχαμε αγώι, δουλεύαμε στα κτήματα και αν δεν είχαμε και κτήματα τότε πηγαίναμε στην ταβέρνα. Τα
καφενεία και οι ταβέρνες που υπήρχαν τότε ήταν του Φρατζέσκου (νύν Πλουμιστή),
δίπλα διατηρούσε ταβέρνα ο Μπάρμπα Μήτρος Τζώρτζης ήταν χωροφύλακας, παραδίπλα ταβέρνα είχε και ο Μανώλης Γαρουφαλλής αλλά και μια γυναίκα, ο άντρας της δίδασκε μουσική (Φώφος) την έλεγαν κ. Σοφία, δίπλα της είχε και ο Καρούσης. Εκεί παίζαμε κάνα χαρτάκι,
ένα κρασάκι, και για μεζέ δυο σαρδέλες στο χαρτί με
τα αλάτια στο τραπέζι και δύο κορόμηλα Αζάν. Ήταν χώρος συνάντησης, εκεί πηγαίναμε για να βρούμε δουλειά. Φτωχά χρόνια αλλά σε καρδιά και ψυχή
πλούσια χρόνια, ευτυχισμένα στην παρέα όχι μίσος και ζήλια, ούτε ρουφιανιά.
οι αναμνήσεις.....
Μια
φορά δούλευα στο Διακόπι και πέρασε ο μπάρμπα Γιάνναρος με τα γίδια, το βράδυ αντάμωσαμε
στην ταβέρνα, και του λέω: <<δεν μ' δίν'ς ένα κατσ'κάκι μπαρμπα;>>, <<ναι βρε θα σ' φέρω!>> μου απάντησε. Πράγματι το βράδυ το έστειλε με τον Χρυσόστομο έναν βοηθό του. Τον συνάντησα ξανά στην ταβέρνα, τον ευχαρίστησα και τον ρώτησα πόσο κάνει
και αυτός μου απάντησε <<άντε φεύγα απο το κεφάλι
μ'>> και με κέρασε και μισό κιλό κρασί. Αν δε πήγαινες στο καλύβι του έπρεπε να φύγεις φαγωμένος, χορτάτος και μεθυσμένος και αν είχες και παιδιά ο τροβάς γιομάτος! Άλλη μια θεία που ήταν στην Αγία Τριάδα, όποτε πηγαίναμε να εργαστούμε εκεί, πες οτι μας μαγείρευε μια γίδα ολόκληρη. Έδιναν οτι είχαν, δεν λογάριαζαν, έδιναν με την καρδιά τους, τα χρόνια ήταν φτωχά στο ψωμί αλλό οχι στη ψυχή! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, πια..........
Όπως θυμάται κανείς όμως τα καλά, θυμάται και τα κακά. Όταν έστρωναν το τραπέζι για φαγητό, καλούσαν και τον εργάτη να φάει αλλά τον έβαζαν μόνο του σε μια άκρη. Επίσης άλλη μια φορά πήγα αγώι σε ένα πανηγύρι στον Άγιο Ταξιάρχη, άναψα ένα κεράκι, και είδα είχαν μεγάλη τραπεζαρία με φαγητά και ποτά, ήταν μάλιστα και τρεις φίλοι μου εκεί αλλά κανείς δεν με φώναξε να μου προσφέρει ένα ποτήρι νερό, βγήκα στο δάσος και έκλαψα.
η καταγωγή και η φουστανέλα.....
{Ποιός άγγελος σου χάρισε τα κάλη σου τα τόσα, το νοστιμό σου το κορμί, την ευγενή σου γλώσσα} Στ. Κορέντης.
Ο παππούς μου ήρθε απο την Εύβοια και αυτός. Αν θυμάμαι καλά ονομαζόταν Δελήτσικος. Παντρεύτηκε την γιαγιά μου με την φουστανέλα του. Η φουστανέλα αυτή κατέληξε σε εμένα διότι μου άρεσε να την φορώ τις αποκριές και να βγαίνω στις "Καλές". Το γιλέκο είναι περίτεχνο, κάποιος που γνώριζε και το είδε μου είπε οτι είναι σπάνιο, η αλήθεια είναι οτι είναι πολύ παλιά αφού εγώ τώρα είμαι 90 χρονών σχεδόν.
{Σαρανταπέντε μαχαιριές επάνω, απάν' στην άλλη, μα η δική σου μαχαιριά στον Άδη θα με βάλει} Στ. Κορέντης
Συγκεντρωνόμασταν περίπου 30 άτομα, τα 28 με φουστανέλες και τα 2 με βράκες, και γυρίζαμε όλες τις γειτονιές, εκεί να δεις, βγαίναν όλες οι νοικοκυρές με ρυζόγαλα, κρασιά, μεζέδες. Παλιά δεν ακολουθούσαν γυναίκες, παρά μόνο άντρες. Η ζωή κορίτσι μου, είναι ένα τίποτα, αν το καταλαβαίναν όλοι αυτό ο κόσμος θα ζούσε πιο όμορφα, κοντά στη φύση, με λίγες ελιές και ψωμί και θα νοιαζόταν για τον συνάνθρωπο, έτσι θα είχε ψυχική υγεία.....
{Οι εχθροί μου αν σε πιάσουνε κακό για να σου πούνε, μην τους πιστεύεις μάτια μου γιατί μας κυνηγούνε} Στ. Κορέντης.
<<...Μέχρι ποὺ
ἄνοιξε ὁ δρόμος, ἦρθαν τὰ πρῶτα κάρα,
τὰ πρῶτα τρίκυκλα, τὰ λογῆς τροχοφορα
καὶ σιγά-σιγὰ τὰ μουλαρια ἀποσύρθηκαν...
Μέχρι ποὺ σχεδὸν ἐξαφανίστηκαν. Ἴσως ἀπὸ τὸν
τόπο ἐξαφανίστηκαν, ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν
ψυχἠ καὶ τὴ μνήμη...>> πάτερ Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός.
Ευχαριστώ πολύ τον κ. Στέλιο Κορέντη και την κόρη του Ράνια για την ευγενική και συναισθηματική αυτή αναδρομή στο παρελθόν.
Κείμενα - Επιμέλεια : Σπυριδούλα Μπετσάνη
Φωτογραφίες: Αρχείο Ράνιας Κορέντη και Google.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου