Η Ναυπηγική και το λιμάνι της Σκοπέλου.
Η Σκόπελος όπως και η Σκιάθος έχουν εκτός των άλλων και μακρά ιστορία ναυπηγικής, λόγω και της άφθονης πρώτης ύλης (ξυλεία πεύκης) που διέθεταν. Στο νησί ανδρώθηκαν γενιές ναυπηγών και αρχιναυπηγών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μάθει την τέχνη στη Σύρο, τον Πειραιά, το Γαλαξείδι, τη Βράϊλα και την Τούλτσα της Ρουμανίας. Ειδικά τον 19ο αιώνα οι ναυπηγοί ανέρχονταν, κατά τον πλοίαρχο Ν. Κατσικογιάννη, στον εκπληκτικό αριθμό των 500 και δέχονταν παραγγελίες πολλές και από άλλες περιοχές, γιατί ήταν ανταγωνιστικοί στις τιμές σε σχέση με τους Συριανούς, αφού η δαπάνη κατασκευής πλοίου στην Σκόπελο ήταν κατά 30% μικρότερη.
Καράβια εμπορικά και αλιευτικά κάθε τύπου κατασκευάζονταν στους σκοπελίτικους ταρσανάδες, οι κυριότεροι απο τους οποίους βρίσκονταν στο Γλιστέρι, στον Πάνερμο, στον Αγνώντα, στο Λιμνονάρι και στη Γλώσσα. Οι χώροι που στήνονταν οι ταρσανάδες ήταν ενοικιαζόμενοι και τα εργαστήρια μεταφέρονταν, ενώ μόνο για ένα, του Τζουβελέκη ξέρουμε οτι ήταν ιδιόκτητο.
Οι τεχνίτες και οι καραβομαραγκοί ήταν συνήθως μέλη πολυμελών φτωχών οικογενειών, με γραμματικές γνώσεις του δημοτικού, και αναγκάζονταν να εργαστούν απο την ηλικία των δώδεκα ετών. Συνήθως μαθήτευαν κοντά στους πατεράδες τους καθιστώντας της επιχείρηση οικογενειακή παράδοση (οικογένεια Μπουνταλά, οικογένεια Τζουβελέκη,) ή σε άλλους τεχνίτες και μάθαιναν την τέχνη εμπειρικά.
Ωστόσο η απασχόληση δεν ήταν μόνιμη. Κάθε φορά που ο καραβομαραγκός παίρνει μια δουλειά, επιλέγει από το γνωστό σινάφι του νησιού τους εργάτες και τους τεχνίτες που θα απασχολήσει και νοικιάζει τον κατάλληλο χώρο. Έτσι οι εργάτες του καλούνται να δουλέψουν με σύμβαση έργου και όταν τελειώσει η δουλειά αλλάζουν αφεντικό και ταρσανά.
Όλοι σχεδόν οι ναυπηγοί δουλεύουν εκτός Σκοπέλου στο Γαλαξείδι, στη Χαλκίδα, τη Σκιάθο,την Αλόννησο, τη Θάσο και τη Σύρο ενώ δύο μέλη της οικογένειας Μπουνταλά μετέβησαν το 1904 στη Φλόριντα Αμερικής, όπου έστησαν δικό τους ναυπηγείο για καΐκια. Επιγραφή σώζεται στο Μουσείο Σπετσών αναφέρει οτι στις 17/1/1814 κατασκευάστηκε από τον Σκοπελίτη Δημήτριο Περδίκα το πλοίο "Ποσειδών" που κόστισε 36.000 ισπανικά δίστηλα.
Στον Αγνώντα και τον Πάνερμο επιβίωσαν έως πιο πρόσφατα τέτοια ναυπηγεία, αλλά μετά τα μέσα του 20ου αιώνα αυτός ο πολύβουος και κινητικός κόσμος χάθηκε οριστικά. Μετά την παρακμή της ναυτιλίας με ιστία, οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις συρρικνώθηκαν και όσες επιβίωσαν περιορίστηκαν στην κατασκευή μικρών σκαριών, όπως μαούνες, καΐκια και βάρκες. Η πρότερη κατάσταση κατά την οποία υπήρχαν άφθονες θέσεις εργασίας στους σκοπελίτικους ταρσανάδες έπαψε να ισχύει.
Η κινητικότητα και η ρευστότητα του επαγγέλματος αποτέλεσαν ένα από τα μειονεκτήματα που επιτάχυναν τον μαρασμό του. Μόνο κατά περιόδους ναυτικής ανάκαμψης παρατηρήθηκε και αντίστοιχη ζήτηση ναυπηγικής εργασίας, με αποτέλεσμα στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο να συσταθούν δύο νεότερες εγκαταστάσεις στην παραλία της Σκοπέλου και στο Γλιστέρι, που δούλεψαν εντατικά και στον επόμενο πόλεμο.
Κατά τα μετεμφυλικά χρόνια ωστόσο, οι νέες οικονομικές συνθήκες και τα νέα υλικά που παρουσιάστηκαν δεν ευνόησαν την αναβίωση του επαγγέλματος και ο τελευταίος ταρσανάς έκλεισε τη δεκαετία του 1960.
Προέκταση της ναυπηγικής δραστηριότητας όταν αυτή είχε εξαφανισθεί μπορεί να θεωρηθεί η στροφή των τεχνιτών στην κατασκευή μικρογραφιών πλοίων απο ξύλο (Μπουνταλάς, Γιολδάσης, Προκοπίου) ή στην ζωγραφική καραβιών (Σμαραγδής, Γιακείμης)
Παρόλη την έντονη ναυπηγική δραστηριότητα, λιμάνι άρχισε να κατασκευάζεται στη Σκόπελο μόλις στα τέλη του περασμένου αιώνα, οπότε τα νέα δεδομένα που έθετε η ατμοπλοϊα επέβαλαν την ύπαρξη εγκαταστάσεων να εξυπηρετούν τα μεγάλα πλοία.
Ο φόβος των πειρατών καθ' όλο τον Μεσαίωνα αποτέλεσε πιθανότατα ανασταλτικό παράγοντα για την ανάληψη λιμενικών εργασιών. Το 1810 είχε κατασκευαστεί μικρός μώλος, προφανώς επειδή είχε παρουσιαστεί ανάγκη διαμόρφωσης στοιχειώδους εγκατάστασης για να εξυπηρετούνται οι ναυτικές επιχειρήσεις της πρώιμης επαναστατικής δραστηριότητας.
Έως τότε οι όρμοι του Αγνώντα και του Πανέρμου εξυπηρετούσαν τις ναυτικές ανάγκες του νησιού, όπως και στην αρχαιότητα, δεδομένου ότι η θέση της Σκοπέλου επηρεαζόταν πολύ από τους βοριάδες. Η κατασκευή του λιμενοβραχίονα άρχισε για πρώτη φορά το 1866 μετά από δεκαετίες συζητήσεων και αποφάσεων επί του θέματος, ενώ το 1893 άρχισαν νέες εργασίες επέκτασής του.
Το έργο όμως δεν ήταν επαρκές και μια σειρά από νέες αναθέσεις αναλήφθηκαν το 1914, 1936 αλλά δεν ολοκληρώθηκαν. Από τότε το έργο ανατέθηκε και διακόπηκε πολλές φορές μέχρι το 1996, οπότε το λιμάνι θα πάρει μια ικανοποιητικά λειτουργική μορφή.
Κείμενο: Αδαμάντιος Σάμψων , Ιστορική και Αρχαιολογική Αφήγηση της Σκοπέλου
Φωτογραφίες: Λαογραφικό Μουσείο Σκοπέλου, Skopelos Through The Time, Σκιάθος Παλιές Φωτογραφίες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου