Της Καμπάνας ο γιος.
Κωστής Ι. Πασχάλης
ΟΠΩΣ ΤΑ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ
Σκοπελίτικα Αφηγήματα
Της καμπάνας ο γιος.
Καθισμένος στην πεζούλα μέσα στην μπροστινή αυλή τ' Αη Πηντηλέημονα κι ακουμπισμένος στα κάγκελα ο Αδάμος άκουγε προσεχτικά τον παπα - Τζανετή να λέει τα τελευταία του λόγια της λειτουργίας και περίμενε με αγωνία να απολύσει. Στο ένα χέρι το ανάπηρο, όπως το έλεγε κι ο ίδιος, είχε περάσει τη θηλιά από το σκοινί της καμπάνας της μεγάλης κι ετοιμαζότανε για να σημάνει το τέλος της λειτουργίας.
Βαριά καμπάνα αυτή τ' Αη Πηντηλέημονα κι έτσι όπως τις είχαν κρεμασμένες στα παλιά καμπαναριά ήτανε δύσκολο να μπορέσεις να σημάνεις, αφού έπρεπε να' χεις δύναμη για να τραβήξεις το σκοινί μαζί με την καμπάνα και τον τεράστιο ξύλινο τάκο που στεκόταν στο κεφάλι της και ήταν δεμένο το σκοινί ώστε να είναι το γλωσσίδι της ελεύθερο, έτσι που με το τράβηγμα να κοπανάει με δύναμη απάνω στην καμπάνα και να ακούγεται δυνατά σ' όλο το χωριό. Νταν, νταν, νταν. Νταν, νταν, νταν, άκουγες τη γλυκιά καμπάνα τ' Αη Πηντηλεημονα να καμπανίζει ρυθμικά όταν ασήμαινε ο Αδάμος. Η αυλή δεν ήτανε μεγάλη, έπιανε ίσα την πόρτα της εκκλησίας και λίγο από δω και από εκεί, σκεπασμένη με πλάκες και στην κορφή της το μικρό καμπαναριό με τις δύο καμπάνες, τη μεγάλη και τη μικρή όπου σήμερα δεσπόζουν στο καινούριο το καμπαναριό που φτιάχτηκε μετά την ανακαίνιση της εκκλησίας στο πίσω μέρος, παρέα με μια τρίτη που δώρισε τότες ο Νέστορας.
Τα παιδιά κοιτούσαν με δέος τον Αδάμο, όταν αυτός κρεμιότανε κυριολεκτικά από το σκοινί της καμπάνας. Κι αυτός έβγαινε όλο του το άχτι, λες και είχε με την καμπάνα προηγούμενα. Ύστερα έδενε το σκοινί στα κάγκελα της αυλής και αναζητούσε παρέα για να παίξει. "Νίκ' αρεεε" φώναζε τον τσιμπλιάρη που ήτανε γειτόνοι, μα σα δεν έπαιρνε απόκριση ο Αδάμος θύμωνε. "Αντ' αρέ Τσιμπάρ΄...." και φώναζε μετά τον άλλο το φίλο, τον Αποστόλη του μπάρμπα - Θανάση με τα πολλά παιδιά. "Αρέ ΄πουτόλ, παίουμι κάτο τιλίκ;" (σκαφτό τσιλίκι, δημοφιλές παιδικό παιχνίδι).
Ο Αποστόλης που δεν χαλούσε ποτέ χατίρι στον Αδάμο έβγαινε και τραβούσαν και οι δύο για τον Μύλο να παίξουνε σκαφτό τσιλίκι, κι οι πιο μικροί ακολουθούσαν από κοντά για να συμπληρώσουν τις δυο ομάδες για το παιχνίδι. Οι δυο επικεφαλής βάζαν πόδια και διαλέγαν έναν - έναν την ομάδα τους. Μα όποιους διάλεγε ο Αδάμος κάνανε μούτρα γιατί ήτανε το χέρι του λισβό (ανάπηρο) και δεν έπιανε καλά, με αποτέλεσμα πάντα να είναι χαμένοι. Πάντως το παιχνίδι γινότανε με θαυμαστή ευλάβεια και στο τέλος, όταν συμπληρώνανε τάλια, έβαζαν οι κερδισμένοι καβάλα τους χαμένους και τους πήγαιναν από τον Μύλο ως τ' Αλώνια στο Σταυρό.
Ύστερα ο Αδάμος κατηφόριζε να κάμει τη βόλτα του στα καφενεία, να τονε κεράσουν κανένα τσίπουρο ή κρασί και στ' ανέβασμα για το σπίτι του ζητλιάρευε οτιδήποτε. "Ε! κυρά Βαχάκινα. Ε διν'ς ένα λιμουνάκ' " φώναζε της γριάς Βλαχάκαινας που'χε το σπίτι της κάτω απ' την καμάρα τ' Αη Γιαννιού και είχε στην αυλή της μια λεμονιά εφτάφορη φορτωμένη λεμόνια. "Αρή κόψε δυο λιμουνάκια δυχατέρα για τη ψ' χη μ΄". "Χαριτώ, χαριτώ πουλύ" και αφού γέμιζε ο Αδάμος τον κόρφο του λεμόνια ανέβαινε σιγά - σιγά ανάλογα τη ζαλάδα που'χε απ' το κρασί. Άμα ήτανε λιγάκι τραβηγμένος, απ' τον Αη - Γιάννη ακόμα ακουγότανε π' ανέβαινε με τα τραγούδια. "Το λένε τ' αηδονάκια κάτω στα ρέματα πως σ' αγαπώ πουλί μου δεν είναι ψέματα" και " το μόνο μου παράπονο είναι που δεν σε βλέπω Βαγγελίτσα μου" ήτανε τ' αγαπημένα του τραγούδια του Αδάμου, μα σαν ανέβαινε ξενέρωτος ζητλιάρευε απ' τις νοικοκυράδες οτιδήποτε για φαί.
Ο κόσμος τονε λυπότανε και του' δινε ο,τι είχε, απο τυρόπιτες στριφτές, κολοκυθόπιτες, ψωμί και άλλα διάφορα, έτσι που ο Αδάμος τη γάζωνε με τη μάνα του που απ' το σπίτι τους δεν έβγαινε έξω. Σας έφτανε στο μαχαιράδικο του Χρήστου σκεφτότανε το πως θα τα φάει όλα αυτά και φώναζε στο Βασάκ' που' χε δυο σπίτια πιο ' κει απ' το δικό της και είχε κρασί καλό που το' φερνε ο άντρας της απ' τη Γλώσσα. "Αρή Βασάκ' μα σι ζώσου ένα γαμή ε ζινς λίγου κασί;"
Το Βασάκ' του' δινε πολλές φορές, μα άλλες πότε πραγματικά δεν είχε ή άλλες δεν ήθελε να του δώσει.
"Αρέ δεν έχου Αδαμάκ', τιλείουσι αγάπη μ"".
"Αντι μουρή Ταματάτινα θα σιβουλέπου ιγώ" και τραβούσε θυμωμένος για το σπίτι του να ξεφορτωθεί τα φαγητά και ο,τι άλλο του είχανε δώσει".
"Ας είσι καλά γιε μ" του' λεγε το Μπραϊνώ η μάνα του κι αυτός γινότανε ακόμα πιο εριστικός.
"Τι σες αρή Μπανώ; 'Σιρό πιζι ιγώ, που να πα να γυρέπου φαϊ για να φέρου" (τι θες αρή Μπραινώ, Μισερό παιδί εγώ, που να πάω να γυρέψω φαί για να φέρω).
Και το διολί τραβούσε έτσι ολόχρονα ώσπου μια μέρα μαθεύτηκε πως ο Αδάμος αρρώστησε και έφυγε για την Αθήνα. Είχε εκεί μια αδερφή του παντρεμένη και τον αδερφό του, τον Μαμαλούγκο, που δούλευε στις οικοδομές.
"Σα πισάνου, Κουτάκ'" έλεγε με κλαμένη φωνή όταν τον επισκεφτηκα στο νοσοκομείο.
"Σώπα βρε Αδαμάκ' γιατί;".
"Μ' δίνει γιαούτ' κι τώου"
Αυτός ήθελε ο καημένος κρασί και φαί και σαν έβλεπε το γιαούρτι που του δίνανε τον έπιανε κατάθλιψη και διαισθανότανε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία του.
"Σώπα βρε Αδάμο, και γρήγορα θα γίνεις καλά και θα γυρίσεις πίσω στη Σκόπελο".
Μα δεν έμελλε να γυρίσει πίσω ο έρμος. Μάταια τονε περίμενε η καμπάνα τ' Αη Πηντηλεήμονα. Όταν ασήμανε η νεκροκαμπάνα διαλάλαγε πως το παιδί της ο Αδάμος, πέθανε στην Αθήνα και δεν ματαγύρισε πια. Έτσι χάθηκε μια απο τις πολλές μα όμορφες κι αλησμόνητες φιγούρες του χωριού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου