Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΚΟΠΕΛΟΥ .

 Η ναυτική δύναμη της Σκοπέλου και η προσαρμογή της οικονομίας του νησιού στα δεδομένα του 19ου αιώνα.



  Το ναυτικό της Σκοπέλου έλαβε νέα ώθηση μετά τη σύσταση του ελληνικού  κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία του 1857, το νησί διέθετε 30 μεγάλα και 90 μικρά πλοία, ενώ το 1860 αναφέρονται 54 πλοία χωρητικότητας ως 60 τόνων και 19 από 60 τόνους και άνω. 
Τα πλοία αυτά (τρεχαντήρια, σκούνες, γολέτες, μπρίκια, μπάρκα, μπαρκομπέστια, βρατσέρες και βομβάρδες) διέσχιζαν άφοβα το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα (Ολβία, Ταναϊς, Χερσόνησος), την ανατολική (Αλεξάνδρεια) έως και τη δυτική Μεσόγειο. Τρία καράβια του νησιού αρμένισαν στα τέλη του 19ου αιώνα στον Ατλαντικό Ωκεανό, το ένα μάλιστα με καπετάνιο τον Δημ. Ζαχαριάδη, έφτασε στην Κούβα, ενώ τα άλλα δύο στην Αγγλία. 


  Στη Σκόπελο υπερίσχυε ως φαίνεται το φιλογαλλικό κόμμα και το νησί ήταν κατά κάποιο τρόπο υπό την προστασία των Γάλλων. Υπήρχε πρόξενος της Γαλλίας, Γάλλοι υπήκοοι στη Σκόπελο και πολλά γαλλικά πλοία προσέγγιζαν το λιμάνι της. Το 1847 ο Γάλλος πρέσβης Πισκατόρυ διόρισε πρόξενο της Γαλλίας στο νησί τον Ζήσιμο Λιβανό, σημαίνον πρόσωπο της εποχής του με καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου, που παρέμεινε πρόξενος μέχρι το 1854.
  Ο ρόλος των σκοπελίτικων πλοίων ήταν καθαρά εμπορικός, μετέφεραν δηλαδή συνήθως προς πώληση εμπορεύματα που ανήκαν στον πλοιοκτήτη, ο οποίος είτε τα είχε αγοράσει ή τα είχε αποκτήσει ο ίδιος απο τα δικά του κτήματα. Οι καλοί καπετάνιοι έκαναν τρία ταξίδια το χρόνο και φρόντιζαν να είναι στο νησί τους της εποχή της συλλογής των σταφυλιών ή της ελιάς, ανάλογα με τα κτήματα που είχε ο καθένας. 


 Τα μικρότερα πλοία, που ήταν περισσότερα, μετέφεραν κυρίως κρασί, λάδι, λεμόνια και πορτοκάλια στα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης, της Ρουμανίας και της νότιας Ρωσίας. Επιστρέφοντας έφερναν, όπως και τα μεγάλα πλοία, σιτηρά, όσπρια και ξυλεία με προορισμό τη Σύρο, τον Πειραιά αλλά και την Τεργέστη, τη Γένοβα, το Λιβόρνο ακόμα και τη Μασαλία.  Γυρίζοντας πίσω στη Σκόπελο μετέφεραν έπιπλα και κομψοτεχνήματα για λογαριασμό των καραβοκυραίων και των πληρωμάτων, που συσσωρεύονταν στα σπίτια της αστικής τάξης.


   Σταδιακή κάμψη της ναυτικής δύναμης του νησιού διαπιστώνεται μέσα στο β' μισό του 19ου αιώνα, που επιτείνεται κατά τον 20ο αιώνα. Το 1904 ανήκουν στους Σκοπελίτες 2 μόνο πλοία άνω των 200 τόνων και 70 κάτω των 60 τόνων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι λέμβοι. Τα μεταγωγικά πλοία, που επί αιώνες καθιστούσαν την Σκόπελο μείζον εμπορικό κέντρο του Αιγαίου και της προσέδιδαν πλούτο και αρχοντιά, χάνονται τελείως στις αρχές του αιώνα μας. Η παρακμή οφείλεται στο νέο μέσο των θαλάσσιων μεταφορών , το ελικοφόρο ατμόπλοιο, ταχύτερο, ασφαλέστερο και χαμηλότερου ναύλου που επιβάλλεται και εκτοπίζει το μεγάλο ιστιοφόρο. 


 Μέσα στα πλαίσια των νέων δεδομένων οι καραβοκύρηδες της Σκοπέλου αλλά και άλλων ναυτικών δήμων γερασμένοι πια, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις της ναυλαγοράς, όσο και αν ήθελαν. Τα ατμόπλοια ήταν πολύ ακριβά και πολύπλοκα για τους πλοιοκτήτες και η απόκτησή τους απαιτούσε συνεταιρικό πνεύμα που δεν διέθεταν. Τα παλιά ιστιοφόρα πουλιούνται τώρα σε χαμηλές τιμές, ενώ μαζί τους παρακμάζουν και χάνονται σιγά σιγά όλα τα σχετικά ναυτικά επαγγέλματα. 
  Η παρακμή της χρήσης και της κατασκευής μεγάλων εμπορικών ιστιοφόρων έδωσε τη θέση της στα μικρά πλοία, τα καΐκια, τα οποία πλήθυναν για ένα διάστημα και διατηρήθηκαν έως την εμφάνιση πετρελαιοκίνητων πλοίων. Τα καΐκια χρησιμοποιούνταν για μικρές αποστάσεις ή για διαδρομές που τα ατμόπλοια δεν εκτελούσαν. Μικρή ανάκαμψη γνώρισαν τα ναυπηγεία της Σκοπέλου στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, οπότε οι ανάγκες σε μεταγωγικά σκάφη ήταν αυξημένες. Μια δεύτερη ανάκαμψη  παρατηρείται το 1924, όταν αγοράζεται από Σκοπελίτες και λίγους Σκιαθήτες το επιβατικό ατμόπλοιο Ποσειδών που μετονομάζεται σε Παπαδιαμάντης για εκτελέσει το δρομολόγιο  Βόλου - Σκιάθου - Σκοπέλου, αλλά πωλείται με ζημία το επόμενο έτος. 



 Τέλος κερδοφόρα ήταν η αξιοποίηση των μικρών και ευέλικτων σκαφών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε λάδι και ελιές μεταφέρονταν στη Μακεδονία για να ανταλλαγούν με σιτηρά και όσπρια. Με τη βοήθεια των σκαφών αυτών το νησί εξασφάλισε σχετική αυτάρκεια, που περιόρισε πολύ την πείνα και τους θανάτους εξ αιτία της (17 σε σύνολο 3.500 κατοίκων). 
  Ταυτόχρονα με την παρακμή της ναυτιλίας του ιστίου η Σκόπελος αντιμετωπίζει προβλήματα και στην αμπελοκαλλιέργεια. Ναυτικοί, δηλαδή, ναυπηγοί και οινοπαραγωγοί, τα κύρια επαγγέλματα της Σκοπέλου, περνούν κρίση. Σε δημοσίευση  του Κωνσταντίνου Μάγνητος το 1858 αναφέρονται με σειρά σημασίας τα προϊόντα της Σκοπέλου: το κρασί που κρατά σταθερά τη πρώτη θέση, αλλά γίνεται για πρώτη φορά λόγος για το λάδι και τα ξερά δαμάσκηνα. 

 Η παραγωγή του νησιού σε δαμάσκηνα αγιορείτικου τύπου υπολογίζεται κατά τον συντάκτη του άρθρου σε 50.000 οκάδες. Ο Λιβανός, που δημοσιεύει το άρθρο για τις Βόρειες Σποράδες το 1890 σημειώνει πρώτος τις δυσμενείς προοπτικές για την αμπελοκαλλιέργεια μετά από τις ρυθμίσεις που ψήφισε η Ρωσία για τις εισαγωγές της το 1874. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει το νησί παρήγαγε το 1874 20.000 περίπου βαρέλια ετησίως (1.000.000 οκάδες) ενώ το 1890 η παραγωγή μειώθηκε σε 400.000 οκάδες περίπου. Ο ίδιος κάνει επίσης ιδιαίτερη αναφορά στην παραγωγή λαδιού. Το κρασί δεν χάνει την ποιότητα του μάλιστα ο γιατρός Δ. Ριζόπουλος, που υπηρέτησε στο νησί μεταξύ 1851 και 1859 υμνεί το σκοπελίτικο  κρασί σε σχετική μελέτη του.

 Φαίνεται ότι δυναμικές αγορές κρασιού, όπως η Ρωσία και η Τουρκία πλέον χάνονται, ενώ νέες αγορές όπως η Αγγλία δεν άνοιξαν για τη Σκόπελο. Την παρακμή επιταχύνει  η φυλλοξήρα  που χτύπησε τα αμπέλια γύρω στο 1860 είναι μάλιστα γνωστό ότι οι κάτοικοι γνώριζαν για την εμφάνιση της μάστιγας σε γειτονικές περιοχές.
 Με βάση τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι από τα μέσα του 19ου αιώνα η οικονομία της Σκοπέλου στρέφεται στην δενδροκαλλιέργεια, την οποία εντοπίζει ως εναλλακτική λύση - απάντηση στην κρίση της αμπέλου, αλλά και επειδή η συλλογή των καρπών επέτρεπε να βρίσκονται ναυτικοί στο νησί για μικρό χρονικό διάστημα. Ως αποτέλεσμα μέσα στην εκατονταετία 1795-1895, η μονοκαλλιέργεια της ελιάς, του δαμάσκηνου (κορόμηλου), του αμυγδάλου και των αχλαδιών. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1894 ιδρύθηκε η Γεωργική Εταιρία Σκοπέλου, που αποσκοπούσε στη συλλογή ποικιλιών δέντρων και λουλουδιών σε φυτώριο, για τον εμπλουτισμό της ντόπιας γεωργικής καλλιέργειας. Με πρωτοβουλίες αυτής προωθήθηκε τότε η καλλιέργεια του γαλλικού δαμάσκηνου, που κυριάρχησε για μερικές δεκαετίες στη σκοπελίτικη αγροτοπαραγωγή.

  Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται κατά τα μέσα του 19ου αιώνα δημιουργούν διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που βρίσκει διέξοδο στη μετανάστευση στις σκοπελίτικες παροικίες των Βαλκανίων και στην Αμερική. Οι σεισμοί των 1867-8 ίσως να ενέτειναν το φαινόμενο της μετανάστευσης. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο Ν. Μουτσόπουλος, μεταξύ των 1850-1870 η πόλη της Σκοπέλου χάνει το 30% του  πληθυσμού της, ενώ στα βόρεια του νησιού παρατηρείται μια κινητικότητα προς τους οικισμούς Μαχαλά και Κλήμα. 
  Μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα η μετανάστευση θα πάρει μεγάλες διαστάσεις και η Ελλάδα θα χάσει σημαντικό μέρος του πληθυσμού της. Στην Αμερική οι Σκοπελίτες εγκαθίστανται κυρίως στη Φλόριντα και οι Σκιαθίτες στη Νέα Αγγλία. 

 Στις νέες συνθήκες οφείλεται στροφή μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού της Σκοπέλου στην ενασχόληση με την οικοδομη. Το επάγγελμα υπήρχε και παλαιότερα, αλλά με μικρή εμβέλεια, μόνο στα γειτονικά νησιά. Απο τις αρχές του αιώνα όμως οι Σκοπελίτες κτίστες περιοδεύουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και αποκτούν ειδίκευση και φήμη για την ποιότητα και την ταχύτητα της δουλειάς τους. Πολλοί απο αυτούς έβρισκαν δουλειές ως κτίστες ή βοηθοί  στην Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχε ζήτηση λόγω του οικοδομικού οργασμού. Στην Αθήνα έμενα κυρίως στο Μοναστηράκι και Πετράλωνα μαζί με τις οικογένειες τους, οι οποίες μετοικούσαν συνήθως μόνιμα στην Αθήνα, ενώ οι άντρες επέστρεφαν στο νησί για να μαζέψουν τα σταφύλια, τις ελιές, τα δαμάσκηνα ή ο,τι είχε ο καθένας.
 Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η Σκόπελος μεταβλήθηκε σε επαρχιακό κέντρο χωρίς προοπτικές για τους νέους, στο περιθώριο των ναυτικών εξελίξεων, οι οποίες τώρα λάμβαναν χώρα στα μεγάλα λιμάνια της χώρας.  Προορισμοί των μεταναστών είναι η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Αμερική. Συνολικά ο αριθμός των ομογενών υπολογίζεται σε 10.000. Πολλοί Σκοπελίτες είναι περιοδεύοντες οικοδόμοι. Στους νέους τόπους οι ίδιοι ή απόγονοι τους ακολουθούν κατά κανόνα ανώτερες σπουδές, πράγμα που δυσκολεύει την παλιννόστησή τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους η οποία δεν μπορεί να τους αποκαταστήσει επαγγελματικά. Πρόκειται για μια περίοδο παράλυσης σε όλη την ελληνική ύπαιθρο και τη νησιωτική χώρα.

Κείμενο: Σκόπελος Ιστορική και Αρχαιολογική Αφήγηση του Αδαμάντιου Σάμψων.
Φωτογραφίες: Λαογραφικό Μουσείο Σκοπέλου, Google.
Επιμέλεια Σπυριδούλα Μπετσάνη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το πανηγύρι του Σωτήρος στη Σκόπελο

Θρησκευτικές Εορτές του Δεκεμβρίου στην Σκόπελο - Αρχείο Εφημερίδας "ΒΟΡΕΙΟΙ ΣΠΟΡΑΔΕΣ 1973"

Ένας σιωπηλός καλλιεργητής στην Σκόπελο - Παναγιώτης Καμπακούμης απο την Τένεδο.